Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

«Γιωσέφ Ελιγιά: Ιδεολογία και Πολιτική» της Ελένης Κουρμαντζή

«Οι ιδεολογικές μου πεποιθήσεις δεν με εζημίωσαν, τουναντίον με ωφέλησαν στη φιλολογική μου δραστηριότητα» – Γιωσέφ Ελιγιά, Γιάννενα 1924
Ο Ιωσήφ Ηλία Καπούλιας, ή Ιωσήφ Ηλία Ιωσήφ, ή ο γνωστός μας Γιωσέφ Ελιγιά (1901-1931), παραμένει έως και σήμερα ο «γνωστός-αγνοημένος», αν και υπήρξε από την αρχή σχεδόν της καλλιτεχνικής του δημιουργίας διανοητής και πρωτοπόρος αγωνιστής των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων. Και για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια ενός άλλου, σημερινού αυτή τη φορά, Γιαννιώτη εβραιοφιλοσόφου, του Σάββα Μιχαήλ, «O Γιωσέφ Ελιγιά, Εβραίος από τα Γιάννενα, ποιητής, σοφός κι επαναστάτης, και γι’ αυτό τριπλά – τετραπλά κυνηγημένος: Σαν Εβραίος από τους αντισημίτες. Σαν ποιητής από τους στερημένους καιρούς. Σαν σοφός από έναν κόσμο που περιφρονεί, μέσα από την εκμετάλλευση, την καταπίεση, τον εξευτελισμό ανθρώπου προς άνθρωπο».
Αν θελήσουμε να δώσουμε μια απλή απάντηση στα παραπάνω, θα πρέπει να επικαλεσθούμε τα αλληγορικά λόγια του Δημήτρη Χατζή από το γνωστό μας διήγημα «Σαμπεθάι Καμπιλής» του Τέλους της μικρής μας πόλης: «Ο Ελιγιά τόλμησε, λένε, να κάνει ρωγμή στον Μωσαϊκό και στον Ρωμέικο Νόμο».
Ο Ελιγιά, παιδί μιας φτωχής μικροαστικής εβραϊκής οικογένειας των Ιωαννίνων, γεννήθηκε το 1901. Διακρίθηκε για τη δίψα του στη μάθηση και για την οξύνοιά του, ενώ μεταξύ των διδασκάλων του ήταν και ο πολυμαθής Αβραάμ Δαυίδ, στον οποίον αργότερα ο Ελιγιά θα αφιερώσει την περισπούδαστη μελέτη του Περί μεταβιβλικής ποιήσεως, Γιάννενα 1924.
Το 1919, αποφοιτά από τη Σχολή Alliance Israélite Universelle των Ιωαννίνων, η οποία ιδρύθηκε στην πόλη αυτή το 1904. Εδώ θα μορφωθεί και θα αναλάβει αμέσως θέση διδασκάλου, την οποία θα διατηρήσει έως το τέλος του 1924 με μικρές διακοπές.
Είναι τα χρόνια αυτά κατά τα οποία αναδεικνύεται ως ποιητής, παράγοντας μια ποίηση που κινείται μεταξύ λυρισμού και ρεαλισμού, ενώ επιδίδεται ταυτόχρονα στον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα της εποχής. Είναι επίσης η εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας, όπου ο τοπικός γιαννιώτικος πληθυσμός υποφέρει από κάθε είδους στερήσεις. Έκφραση της αναγκαιότητας αυτής είναι η δημιουργία του «Πανηπειρωτικού Εργατικού Κέντρου Ιωαννίνων», το 1922, στο οποίο συσπειρώνονται πλήθος σωματείων.
Ο Ελιγιά ενσωματώνεται στο Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων, με μια δυναμική κοινωνική και πολιτική παρουσία. Μέσα στους στόχους του Εργατικού Κέντρου, το 1923, είναι και ο εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Εκδήλωση πανηγυρική, με ομιλητές και θέματα σχετικά με τα γεγονότα της εκτέλεσης των εργατών της Αμερικής (1887) και την κοινωνική επανάσταση, η οποία συντελείται στη Σοβιετική Ρωσία. Μεταξύ των ομιλητών, ο διδάσκαλος και ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά, ο οποίος απαγγέλλει το ποίημα «Εργάτης» –ένα δικό του σοσιαλιστικό ποίημα– καθώς και αποσπάσματα από το «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη (Δ. Τανάλια) και από το «Παραμύθι» του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Το 1924 η κομμουνιστική Νεολαία της πόλης τίμησε στη Μητρόπολη των Ιωαννίνων την 5η επέτειο της δολοφονίας της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, με ομιλίες και διάφορα επαναστατικά τραγούδια. Και όπως αναφέρει ο Σάββας Μιχαήλ, «την ίδια στιγμή που έβγαζε πύρινους λόγους για την προλεταριακή Πρωτομαγιά στο Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων, την Πρωτομαγιά του 1923, ο Ελιγιά έγραφε για την εβραϊκή ποίηση της αλ Ανταλούς, και μετέφραζε ποιήματα του Γεουντά Α-Λεβί, όπως δείχνει η δημοσίευσή τους τον Ιούλιο του 1923 στη Βίγλα, μηνιαία φιλολογική και καλλιτεχνική έκδοση του Μεσολογγίου».
Σε έγγραφο του Εργατικού Κέντρου Ιωαννίνων, στις 9 Νοεμβρίου 1922, ζητείται από τις αρχές η καταπολέμηση της αισχροκέρδειας (βλ. μαυραγοριτισμός) και η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της απελπιστικής πια κατάστασης των κατοίκων της πόλης, λόγω και της ανεργίας από την οποία πλήττεται ο πληθυσμός.
Αυτό είναι το κλίμα μέσα στο οποίο ενσωματώνεται ο σοσιαλιστής πλέον διανοούμενος Γιωσέφ Ελιγιά, ο οποίος, παράλληλα με τη λυρική του ποίηση και τους τόνους πεσιμισμού της, προσφεύγει σε μια νέα ποίηση περισσότερο ρωμαλέα και μαχητική, παραμένοντας, όμως, ένας από τους πλέον αισθαντικούς και βαθυστόχαστους ποιητές του μεσοπολέμου. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι ο Ελιγιά θεωρούσε υποδειγματικό δάσκαλο στην ποίησή του τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία και αυτή συγκινείτο μέσα από τη φυλακή με το «λουλούδι που έβλεπε μέσα από τα σίδερα» και με την «πρώτη πεταλούδα που ανάγγελλε την άνοιξη στους δεσμώτες».
Στο διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου-Νοεμβρίου του 1920, αναπτύσσεται στην Ελλάδα μια έντονη αντίδραση εναντίον της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η οποία εκφράζεται τόσο από το ίδιο το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ), όσο κι από τις «Ομάδες των κομμουνιστών του μετώπου». Την αντίδραση αυτή εκφράζει απόλυτα και η «Πανηπειρωτική Ένωση Παλαιών Πολεμιστών», μέσω του δημοσιογραφικού της οργάνου Νέος Αγών, όπου ενεργός και ο Γιωσέφ Ελιγιά.
Στα Γιάννενα όμως της δεκαετίας του ’20, έντονη είναι και η πνευματική δράση των διανοούμενων αυτής της πόλης. Ιδρύεται εδώ ο προοδευτικός «Εκπαιδευτικός Όμιλος Ιωαννίνων», με στόχους τη «Δημοκρατικοποίηση» της Παιδείας, τη σύνδεσή της με την πραγματικότητα της ελληνικής ζωής και του νεοελληνικού κόσμου, αποβάλλοντας κάθε ίχνος «ψευδοκλασικισμού» και «προγονοπληξίας», και την καθιέρωση της Δημοτικής, ως επίσημης γλώσσας.
Σε μια συνεδρίαση του Ομίλου προσκαλείται ο Ελιγιά, ο οποίος, σε ένα κατάμεστο ακροατήριο της μεγάλης αίθουσας της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, θα παρουσιάσει το θέμα του «Περί μεταβιβλικής ποιήσεως». Η διάλεξη αυτή, τον Δεκέμβριο του 1924, περιστρέφεται γύρω από το ιστορικό γίγνεσθαι, την τέχνη, τον ιουδαϊσμό και τον χριστιανισμό, την εβραϊκή παράδοση, και όλα τούτα υπό το πρίσμα της μαρξιστικής θεώρησης.
Άξιο προσοχής είναι εδώ το σημείο στο οποίο ο Ελιγιά εκφράζει τη θέση του «ματεριαλιστή» ποιητή, έναντι μιας ευρύτερης ποίησης, αλλά και το σημείο όπου ο ίδιος επικρίνει την ποίηση του Κωστή Παλαμά, της αναγνωρισμένης αυτής ηγετικής φυσιογνωμίας της εποχής.
Λέγει ο Ελιγιά…
«…Δεν είναι απαραίτητο ο μαρξιστής να θεωρεί την Τέχνη ως πιστό αντίγραφο της επαναστατικής ιδεολογίας, αλλά να μπορεί να κρίνει θετικά, διαμέσου του αισθητικού ματεριαλισμού, και άλλες μορφές τέχνης, όπως τις “Σιωνίδες” του Αλεβή ή και τον “Ύμνο προς την Ελευθερία” του Σολωμού· απαιτεί όμως από άλλους ποιητές, όπως για παράδειγμα από τον Παλαμά, να δίδουν περισσότερη προσοχή στα νεότερα κοινωνικά ρεύματα».
Μετά την παραπάνω διάλεξη «Περί μεταβιβλικής ποιήσεως», ακολουθούν σύντομα τα γεγονότα τα περί της εφημερίδας Νέος Αγών και, όλα αυτά, με αφορμή την κυκλοφορία στην πόλη, στις 19 Μαρτίου του 1924, ένθετης καπνεργατικής προκήρυξης του «Εργατικού Κέντρου Καβάλας» στον Νέον Αγώνα. Στις 21 Δεκεμβρίου συλλαμβάνονται κατά τον τότε ισχύοντα στρατιωτικό νόμο τα περισσότερα μέλη του πυρήνα της εφημερίδας. Μεταξύ αυτών, λίγες μέρες αργότερα, και ο Γιωσέφ Ελιγιά οδηγείται στις φυλακές. Στην απομόνωση γράφει το ποίημα «Πίσω απ’ τα κάγκελα», αφιερωμένο στους συγκρατούμενούς του.
Παράλληλα, ο Ελιγιά προβαίνει σε μια δριμεία κριτική στους πλούσιους και τους ιθύνοντες της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων. Χαρακτηριστικό παραμένει το ποίημά του με τον τίτλο «Οι Φαρισαίοι», στο οποίο και προτάσσεται από τον ποιητή η ρήση του Ιησού «Ουαί, ουαί υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί»…
Παρεμφερές με τους «Φαρισαίους» είναι επίσης και ένα άλλο του ποίημα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Το Τορά μας», και το οποίο είναι «Χαρισμένο σε κάποιους σκλάβους του Γκέττο». Τα ποιήματα «Οι Φαρισαίοι» και «Το Τορά μας» κινούνται στην ίδια θεματική. Η διαφορά είναι ότι στο μεν πρώτο, ο Ελιγιά καταδικάζει τους υποκριτές και τους αδιάφορους στον ανθρώπινο πόνο ομοθρήσκους του, ενώ στο δεύτερο ο ποιητής απευθύνεται στην τάξη αυτή των ομοθρήσκων του την οποία βλέπει με συμπάθεια, προτείνοντάς της να μπει στον κοινωνικό αγώνα, δηλαδή στον αγώνα του «σήμερα».
-Μα, ώ τυφλωμένε απ’ την παλιά, ξεθωριασμένη Πίστη,
Στου χρόνου το περπάτημα δεν τόνοιωσες; - εσβύσθη
Η αρχαία λυχνεία. Καινούργιο φως στη στράτα μας μπροστά!
Και το γοργοξετύλιγμα της Ζωής πια δε ζητά
Να βρει τι γράφει το Τορά μας.
Ο Γιωσέφ Ελιγιά αποφυλακίζεται στις αρχές του 1925. Φεύγει από τα Γιάννενα αυτοεξοριζόμενος, και μετά από μια μικρή παραμονή του στο Αργυρόκαστρο, έρχεται στην Αθήνα.
Εδώ θα γράψει μεταξύ των άλλων το υπαρξιακό, σχεδόν νιτσεϊκό, ποίημα με τον τίτλο «Στον εαυτό μου» (1926):
Σαύρα, πανάθλιο σερπετό, που στα χαλίκια σέρνεις 
Του ξεπεσμένου εγώ σου την ορφάνια. 
Σα νυχτοπούλι στου γκρεμνού τα βάθη σιγογέρνεις 
Και κλαις για τη χαμένη περηφάνεια…
Παράλληλα θα γράψει και τα ταξικά ποιήματα, «Όραμα Γολγοθά» και «Ιησούς» (1928/29), καθώς και το πολιτικό-πολιτειακό «Πόρνη», ενώ θα επιδοθεί και στη συνέχιση των μεταφράσεών του πάνω σε κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Στην Αθήνα ο Ελιγιά έρχεται σε επαφή με την πρωτοπορία της ελληνικής σκέψης και διανόησης, όπως ο Πέτρος Πικρός και η Γαλάτεια Καζαντζάκη, καθώς και οι Αυγέρης, Βάρναλης, Άγρας, Κοτζιούλας, Δάφνης, Κόντογλου, Χάρης, Μαλακάσης και άλλοι, ενώ παράλληλα επιδίδεται και στην ολοκλήρωση της μετάφρασης του Άσματος Ασμάτων (Chir Ahchirim), την οποία πρωτοπαρουσιάζει στην Εγκυκλοπαιδεία του Πυρσού στις 9 Οκτωβρίου 1927. Επίσης, αριστοτεχνική είναι και η μετάφρασή του στον «Ησαΐα» με τα πολύτιμα σχόλια, μετάφραση η οποία αποτελεί μοναδικό κεφάλαιο για τα νεοελληνικά γράμματα. Τέλος, εξίσου σημαντική είναι και η μετάφραση και η κριτική του μελέτη στον «Ιωνά».
Τελευταίος σταθμός της πορείας του Ελιγιά θα είναι το Κιλκίς. Εδώ έρχεται το 1930 με τον διορισμό του ως καθηγητή της Γαλλικής στο Γυμνάσιο της πόλης, ενώ αναμένει πρόσκληση από τον Νικόλαο Βέη για τη θέση Εβραιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.
Στο Κιλκίς, ως διορισμένος εκπαιδευτικός, αναγκάζεται να κρύβει τη συνεργασία του με τα αριστερά περιοδικά, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Από την περίοδο αυτή αναφέρουμε μόνον ενδεικτικά δύο τίτλους ποιημάτων του: το «Πουρείμ» (=εβραϊκό καρναβάλι), το οποίο αφιερώνει στη μητέρα του με έναν έντονο συναισθηματικό τόνο, «Κάτι σα γράμμα στη μαννούλα μου», και το «Κιλκίς», ως προσφορά «Στη μακάρια σκιά του Ποιητή της “Πρέβεζας”», γινόμενος έτσι ο ίδιος προπομπός του χαρακτηρισμού των μετέπειτα κριτικών της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως «Σχολή του Κώστα Καρυωτάκη», ή άλλως, ως «Σκιά του Κώστα Καρυωτάκη».
Αχ πόσο οδυνηρό κι’ απαίσιο 
Σ’ ένα στενό, τραγικό πλαίσιο
Η ζωή σου να λιμνάζη οκνή…
Η Ανία το θρήνο ν’ αρχινάει.
Και, σβούρα, να στροφογυρνάει 
Στον ίδιον άξονα η ψυχή…
Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη 
Στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη
Να σβύνουν σα μουντός καπνός 
Πουρνό – βραδύ, στην πονεμένη 
Ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνει
Ο μολυβένιος ουρανός.
Η προτροπή του Ελιγιά «Ώ αδέρφι που σε μάγεψε το αρχαίο σου “μεγαλείο”./ Της ζωής να ξεφυλλίσουμε το ζωντανό βιβλίο, έλα…» μπορεί να συσχετισθεί με τα λόγια του Δημήτρη Χατζή, όπου εδώ ο συγγραφέας παρουσιάζει και πάλι τον ποιητή να προτρέπει συμβολικά τους ομόθρησκούς του «να σπάσουν μια και καλή τις πλάκες του Μωυσή», και να πάνε «οι φτωχοί με τους φτωχούς, κι οι αρχόντοι με τους αρχόντους».
Ο Ελιγιά δεν εισακούστηκε. Άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα, στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, τον Ιούλιο του 1931. Υπήρξε σε όλη του τη συγγραφική πορεία ένας αγνός ιδεολόγος, ένας προλετάριος ποιητής και ένας διανοούμενος που «…εξήγησε την γέννησιν της ιδέας του Μεσσιανισμού και τον φόρτον των μεταφυσικών προλήψεων…».
Οι επανειλημμένες διώξεις του (άμεσες ή έμμεσες), από τα Γιάννενα έως το Κιλκίς, είχαν σαφώς πολιτικό χαρακτήρα, και οποιαδήποτε αποσιώπηση αυτής της προσέγγισης ασφαλώς και μειώνει την προσωπικότητα αυτού του κατατρεγμένου και σημαντικού ελληνοεβραίου ποιητή. «Κι ο χαμός του (το 1931) θα προεικονίσει [μοιραία] τον χαμό της “Ιερουσαλήμ της Παμβώτιδας” στις 25 Μαρτίου 1944», δηλαδή το «Ολοκαύτωμα της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων». 
Η δρ Ελένη Κουρμαντζή είναι Πανεπιστημιακός. Ερευνήτρια Ρωμανιωτικού Εβραϊσμού.

Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου