Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Manu Causse: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Γεννημένος το 1972 στα περίχωρα του Παρισιού, ο Manu Causse μεγάλωσε σε ένα χωριό της Αβεϊρόν, «στο χείλος ενός γκρεμού, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία», όπως λέει ο ίδιος. Έφηβος, ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας ή ροκ σταρ. Κατέληξε καθηγητής γαλλικών και εργάστηκε δεκαπέντε χρόνια στην εκπαίδευση. Το 2005 αποφάσισε να «ξεσκονίσει τα παλιά όνειρά του»: παραιτήθηκε και εγκαταστάθηκε στην Τουλούζ, μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ συγγραφής, μεταφράσεων και μουσικής. Η λογοτεχνία για εφήβους καλύπτει μεγάλο μέρος της συγγραφικής του παραγωγής. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων τέσσερα δίγλωσσα (γαλλικά-αγγλικά), θεατρικά κείμενα, καθώς και δύο εικονογραφημένα άλμπουμ. Στα γνωστότερα έργα του συμπεριλαμβάνονται τα:Romeo@Juliette (δίγλωσση γαλλο-αγγλική έκδοση, 2006)· Visitez le Purgatoire (emplacements à louer)· Solo rock(2010)· My loveMon vampire (2013)· Le pire concert de l'histoire du rock (2014)· Le bonheur est un déchet toxique(2017).
Το μυθιστόρημά σας πραγματεύεται ευθέως το καυτό θέμα του αυτισμού. Θα ήθελα να μάθω, σε γενικές βεβαίως γραμμές, τη στάση, ή μάλλον την πολιτική που υιοθετεί σήμερα το γαλλικό κράτος απέναντι στα αυτιστικά παιδιά και τις οικογένειές τους.
Μετά την έκδοση του βιβλίου, για τις ανάγκες τις προσαρμογής του μυθιστορήματος σε σενάριο, συγκέντρωσα πλήθος στοιχείων για τη δημόσια πολιτική υγεία της Γαλλίας στο ζήτημα του αυτισμού. Για να συνοψίσω αυτό που κατάλαβα (που δεν είναι απαραιτήτως η πραγματικότητα!), βιώνουμε από το 2012 μια σημαντική στροφή. Εκεί όπου η γαλλική ψυχιατρική, εμπνευσμένη ιδιαίτερα από την ψυχανάλυση, αντιμετώπιζε τον αυτισμό λίγο πολύ ως μια ψυχική ασθένεια, μια νέα γενιά καθοδηγούμενη από ψυχολόγους και παιδοψυχιάτρους εφαρμόζουν τεχνικές τις οποίες έχουν αντλήσει από τις βραχυχρόνιες θεραπείες, δηλαδή βλέπουν τον αυτισμό περισσότερο ως αναπηρία. Έτσι φεύγουμε από το νοσοκομείο, για να μετακινηθούμε προς ελαφρύτερες δομές, ενίοτε ενσωματωμένες σε σχολικά ιδρύματα. Υπάρχουν βεβαίως οι δύσκολες περιπτώσεις, ιδιαίτερα ενήλικες με βαρύ αυτισμό, για τις οποίες διατίθενται λιγοστές θέσεις σε ειδικευμένα ιδρύματα.
Στο μυθιστόρημά σας, ο αυτισμός του μικρού Ισαάκ οδηγεί τους γονείς του στον χωρισμό. Είναι μια αντίδραση συχνή ή παραπέμπει απλώς στην ψυχοσύνθεση των συγκεκριμένων προσώπων;
Διάβασα ότι η γέννηση ενός παιδιού με αυτισμό τείνει να οδηγεί συχνότερα τους γονείς στο διαζύγιο. Σε κάθε περίπτωση, στο μυθιστόρημα ‒όπου εξάλλου ο Ισαάκ δεν ταυτοποιείται ποτέ πραγματικά ως αυτιστικός‒ δεν πρόκειται για στατιστικές, αλλά για δύο ανθρώπους για τους οποίους η γέννηση αυτού του παιδιού «που δεν είναι εκεί» προξενεί πολλές πικρίες, αμφιβολίες και ερωτηματικά. Ανίκανοι να τα βγάλουν πέρα μαζί, χωρίζουν. Η Λυσίλ επιλέγει τον δρόμο της λογικής, της δικαιοσύνης, της νομιμότητας· ο Ερίκ περισσότερο τον δρόμο της σιωπής, της άρνησης, της άγνοιας ‒ αλλά βεβαίως και της αγάπης, που τον ωθεί να απαγάγει τον Ισαάκ λίγο πολύ με τη θέλησή του.
Για εμένα το ντεσεβό είναι ένα πολύ γυναικείο αυτοκίνητο, πολύ μητρικό – λόγω του σχήματός του, αλλά και επειδή ήταν το αυτοκίνητο της μητέρας μου, όταν ήμουν παιδί. Είναι ένα είδος κουκούλι με ρόδες˙ ίσως συμβολικά θα μπορούσε να είναι μια δεύτερη μήτρα για την αναγέννηση του Ισαάκ;
Εκτός από τον Ισαάκ, όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται στα γεγονότα, όπως τα σκιαγραφείτε, δεν είναι εν μέρει περιπτώσεις συγκαλυμμένου αυτισμού;
Πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Δεν είναι αυτιστικοί, αλλά ο Ερίκ έχει μεγάλη δυσκολία να μιλήσει για τον εαυτό του και το παρελθόν του· η Λυσίλ είναι κάπως μανιακή με την τάξη, τη μέθοδο, τους κανόνες. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο χωροφύλακας –και η σκέψη του «με ριζώματα»– είναι κι αυτός κάπως διαφορετικός. Όσο για τη Μαριόν, εκείνη δεν είναι καθαρά αυτιστική, αλλά πάσχει από κάποια ψυχικά προβλήματα ‒ εν πάση περιπτώσει δεν είμαι ψυχίατρος, δεν μπορώ να βγάλω διάγνωση. Πιο σοβαρά τώρα, το μυθιστόρημα αφορά τη δυσκολία, ενδεχομένως και το ανέφικτο, της επικοινωνίας, της δημιουργίας δεσμών. Ο Ισαάκ είναι το πιο παραστατικό παράδειγμα, όλη η πλοκή όμως οργανώνεται γύρω από αυτή την ικανότητα να μιλάς, να εκτίθεσαι.
Ο Ερίκ Ντυμπόν είναι και αυτός χαμένος στα προβλήματά του. Τι τον εμποδίζει να αλλάξει σελίδα στη ζωή του;
Είναι συγγραφέας κόμικς, έχει όμως χάσει την έμπνευσή του· αισθάνεται ανίκανος να συγγράψει μια ιστορία, όπως είναι ανίκανος να αναλάβει την πραγματική του ιστορία, δηλαδή τον αυτισμό του γιου του. Πέρα από αυτό, παραμένει βέβαιος ότι είναι κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνος για τον θάνατο των γονιών του και ασυνείδητα υποθέτει ότι η κατάσταση του Ισαάκ συνδέεται με αυτόν. Εν ολίγοις θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για τη δυστυχία του και δεν βρίσκει τρόπο να βγει από αυτή την κατάσταση. Η εποποιία με τον γιο του είναι ο τρόπος του να γυρίσει σελίδα.
Ο Ερίκ Ντυμπόν κληρονομεί ένα πράσινο ντεσεβό. Γιατί τον γοητεύει αυτό το αυτοκίνητο;
Για εμένα το ντεσεβό είναι ένα πολύ γυναικείο αυτοκίνητο, πολύ μητρικό – λόγω του σχήματός του, αλλά και επειδή ήταν το αυτοκίνητο της μητέρας μου, όταν ήμουν παιδί. Είναι ένα είδος κουκούλι με ρόδες˙ ίσως συμβολικά θα μπορούσε να είναι μια δεύτερη μήτρα για την αναγέννηση του Ισαάκ;
Από την άλλη πλευρά, όταν ήμουν παιδί, παίζαμε το «πράσινο ντεσεβό χωρίς ανταπόδοση»: όταν διασταυρωνόμασταν με ένα πράσινο ντεσεβό –ίσως το πιο όμορφο χρώμα των ντεσεβό–, τσιμπούσαμε όποιον καθόταν δίπλα μας. Το «χωρίς ανταπόδοση» σήμαινε ότι αυτός δεν είχε δικαίωμα να ανταποδώσει και αυτό δεν έπρεπε να το ξεχάσει!
Εν τέλει, το μικρό deudeuche, όπως ήταν το χαϊδευτικό του ντεσεβό, άφησε σημαντικά ίχνη στο φαντασιακό των Γάλλων (και κατά τα φαινόμενα και σε αυτό των Γερμανών, ενδεχομένως και των Ελλήνων). Μας φαίνεται συνδεδεμένο με την ελευθερία, με μια ορισμένη γλυκύτητα της ζωής προ-τεχνολογική. Μην το πείτε στη γυναίκα μου, αλλά πολύ θέλω να αγοράσω τα χρήματα, όταν θα έχω τα χρήματα…
Το πράσινο ντεσεβό είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ παρελθόντος και παρόντος ή περισσότερο μεταξύ πραγματικού και φανταστικού; 

Είναι και τα δύο: είναι ένα αυτοκίνητο φάντασμα, εφόσον οι γονείς του Ερίκ Ντυμπόν σκοτώθηκαν με αυτό. Το αυτοκίνητο είχε καταστραφεί, αλλά ο θείος του Ερίκ, ένας παλιός μηχανικός αυτοκινήτων, το ανακατασκεύασε και το κράτησε όλη του τη ζωή. Όταν πεθαίνει, το αφήνει κληρονομιά στον Ερίκ, χωρίς να ξέρει καλά καλά τον λόγο ‒ νομίζω πως είναι ένα είδος σαμανισμού των μηχανών, για να τον απελευθερώσει από το βάρος της ενοχής.
Το ταξίδι του πατέρα με τον γιο μοιάζει με το ταξίδι στην περιπλάνηση και τη μάθηση. Τα έχουμε ανάγκη αυτά στη ζωή μας;
Όχι πιο πολύ απ’ όσο έχουμε ανάγκη τον αέρα και το νερό, πιστεύω. Μάλιστα οι λέξεις περιπλάνηση και μαθητεία θα μπορούσαν να είναι ο ορισμός της ζωής… Πράγματι ο Ερίκ πηγαίνει τον γιο του να κάνει μπάνιο σε μια λίμνη στο βουνό, σχεδόν κατά τύχη ‒περιπλανιούνται μαζί ως εκεί‒ και μοιάζει να διστάζει προς στιγμήν να αυτοκτονήσει μαζί του. Διαλέγει όμως το αντίθετο (ή μάλλον η Μαριόν τον αναγκάζει να διαλέξει τη ζωή). Είναι μια αναγέννηση, η αρχή μιας ζωής, που την καθιστά εφικτή αυτή η περιπλάνηση και οι συναντήσεις τους.
Πρόσθεσα το happy end… επειδή δεν μου αρέσει το τέλος να είναι λυπητερό ‒ είναι κάτι που συχνά μου φαίνεται υπερβολικά εύκολο. Κατά κάποιον τρόπο, ως συγγραφέας έπαιξα τον Θεό και Πατέρα για να αποφύγω τη θυσία.
Το happy end επαναφέρει στο προσκήνιο τη βιβλική αφήγηση που ήδη εισάγετε με το όνομα του Ισαάκ;
Πάντοτε αναρωτιόμουν ποιο είδος θεού θα απαιτούσε από έναν πατέρα να θυσιάσει τον γιο του· και την ίδια στιγμή αναρωτιέμαι ποιος γονιός δεν έχει ονειρευτεί κάποια στιγμή να σκοτώσει το παιδί του… (Δεν είναι έτσι; Μόνον εγώ; Σ’ αυτή την περίπτωση μην το πείτε στους γιους μου). Σε μια αρχική εκδοχή ο πατέρας και ο γιος αφήνονταν στον πάτο της λίμνης, χωρίς να γνωρίζουμε εάν θα γλίτωναν. Πρόσθεσα το happy end… επειδή δεν μου αρέσει το τέλος να είναι λυπητερό ‒ είναι κάτι που συχνά μου φαίνεται υπερβολικά εύκολο. Κατά κάποιον τρόπο, ως συγγραφέας έπαιξα τον Θεό και Πατέρα για να αποφύγω τη θυσία. Και δεν είμαι σίγουρος εάν το βιβλίο θα είχε υπάρξει χωρίς αυτό το τέλος.
Στο βιογραφικό σας διάβασα ότι έχετε διδάξει ως εκπαιδευτικός. Τι θυμάστε από αυτή την εμπειρία;
Ήμουν καθηγητής γαλλικών για δεκαπέντε χρόνια, προτού αφοσιωθώ στο γράψιμο. Υπήρξαν φυσικά ορισμένες περιπτώσεις που θίχτηκε ο εγωισμός μου, έχω κάποια πράγματα για τα οποία έχω μετανιώσει ‒έκανα λάθη‒, κυρίως όμως έχω πολύ καλές αναμνήσεις. Μου συνέβαινε να είμαι παθιασμένος με το επάγγελμά μου και με τα βιβλία και είναι πιθανό λίγο από αυτό το πάθος να μεταδόθηκε. Τι παραπάνω να ζητήσει κάποιος;
Όταν ήσασταν στην εκπαίδευση, έτυχε να έχετε ποτέ στην τάξη σας αυτιστικούς μαθητές;
Όχι, έφυγα περίπου την εποχή που ενσωματώνονταν οι πρώτοι αυτιστικοί μαθητές στα γυμνάσια, σε πειραματικές τάξεις, που είναι σήμερα πολύ περισσότερες. Μόνο μετά την κυκλοφορία του Το πράσινο ντεσεβό συνεργάστηκα με αυτιστικούς, χάρη σε μια δομή που με προσκάλεσε να ανακαλύψω τον τρόπο λειτουργίας της. Πέρασα στιγμές πολύ έντονες, εξαιρετικά πλούσιες.
Ποιους Γάλλους συγγραφείς θα προτείνατε στους Έλληνες αναγνώστες που θα διαβάσουν τη μικρή μας συζήτηση;
Αυτό τον καιρό διαβάζω το La serpe του Philippe Jaenada, που με ενθουσιάζει· επίσης μου άρεσε πολύ το Vernon Subutex της Virginie Despentes. Συστήνω όμως και συγγραφείς για εφήβους και νέους, όπως τις Clémentine Beauvais και Séverine Vidal, η δουλειά των οποίων είναι εξαιρετική.
Και μια τελευταία ερώτηση: Τι θα προτείνατε στους Έλληνες αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας ;
Νομίζω πως δεν έχω τίποτε να τους συστήσω ‒ να παραμείνουν Έλληνες, έτσι δεν είναι; Φεύγω όμως σε λίγες μέρες, για να επισκεφθώ μια φίλη στην Αμοργό· κι εάν βρω κάποια σύσταση να σας κάνω, θα σας την πω όταν επιστρέψω…
Με τις ευχαριστίες μου για τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις σας. 
prasino desevoΤο πράσινο ντεσεβό
Manu Causse
Μετάφραση: Μήνα Πατεράκη – Γαρέφη
Utopia
369 σελ.
ISBN 978-618-5173-24-1
Τιμή: €18,50

Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου