Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Παντελής Μπουκάλας: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Γεννήθηκε το 1957 στο Λεσίνι του Μεσολογγίου. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Αθηνών. Από το 1989 επιμελείται την ανά Τρίτη σελίδα του βιβλίου στην εφημερίδα Καθημερινή, όπου επίσης δημοσιεύει καθ’ εκάστην επιφυλλίδες κοινωνικού και πολιτικού σχολιασμού. Είναι διορθωτής και επιμελητής εκδόσεων. Από το 1980 έχει δημοσιεύσει στις εκδόσεις Άγρα τα βιβλία ποίησης Αλγόρυθμος, Η εκδρομή της Ευδοκίας, Ο μέσα πάνθηρας, Σήματα λυγρά, Ο μάντης,Οπόταν πλάτανος, καθώς και έναν τόμο δοκιμίων και βιβλιοκριτικών, υπό τον τίτλο Ενδεχομένως: Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου. Έχει μεταφράσει, για τον ίδιο εκδοτικό οίκο, τον ελληνιστικό Επιτάφιο Αδώνιδος του Βίωνος του Σμυρναίου και τα ποιήματα του τόμου Επιτάφιος λόγος: αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα. Το 2010 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή Ρήματα.
Από τη μελέτη του βιβλίου διέκρινα μια αγάπη για το δημοτικό τραγούδι. Από πότε αρχίζει αυτό το ενδιαφέρον;
Αν έλεγα ότι η αγάπη μου για το δημοτικό είναι περίπου συνομήλική μου, μια και γεννήθηκα μέσα του, σίγουρα θα ακουγόταν υπερβολικό. Οπωσδήποτε, κρατάει από τον καιρό που πέρασα από το διάβασμα (και τα ακούσματα βέβαια) στο γράψιμο. Πάντα ήθελα να βρω λέξεις για να εξηγήσω το απλούστατο: γιατί μου αρέσουν τα δημοτικά, γιατί με συγκινούν είτε τ’ ακούω είτε τα διαβάζω. Πρώτη αποτύπωση αυτού του ενδιαφέροντος θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα κείμενό μου στην Καθημερινή, με τίτλο «Το επίμονο θάμβος των δημοτικών», δημοσιευμένο το 1992, δηλαδή πριν από ένα τέταρτο του αιώνα. Τώρα είναι ο πρόλογος του βιβλίου μου Όταν το ρήμα γίνεται όνομα.
Η προσέγγιση που κάνετε είναι διαφορετική. Ποια είναι τα σημεία που θελήσατε να τονίσετε;
Για το «διαφορετική» δεν μπορώ εγώ να πω τίποτε. Άλλωστε, τα πολλά που έχω διαβάσει για το δημοτικό δεν είναι δυνατόν να μη με σημάδεψαν, ακόμα κι αν δεν συμφωνώ πάντοτε με τις απόψεις που υποστηρίζουν. Και πρέπει να υπογραμμιστεί ότι για το δημοτικό έχουν ειπωθεί σοβαρότατα πράγματα ήδη από τον καιρό του Κλοντ Φοριέλ.
Ό,τι θέλησα να τονίσω στον πρώτο τόμο της σειράς δοκιμίων για το δημοτικό, που ελπίζω ότι δεν θα αποτελέσει σκέτη εξαγγελία, είναι πως η γλώσσα του δημοτικού δεν είναι φτωχή και παρακατιανή. Είναι πλούσια και επινοητικότατη, παιχνιδιάρα και ελευθερόστομη, αποτυπώνοντας έτσι πιστά την ελευθεροφροσύνη του συλλογικού δημιουργού της. Οι εξαιρετικής διαύγειας λέξεις άπαξ που έχω καταγράψει είναι ένα γερό τεκμήριο, πιστεύω, όπως και τα συναρπαστικά πολυσύνθετα που τιμούν το σωματικό ή ψυχικό κάλλος του αγαπημένου προσώπου.
Αρκετά τραγούδια «καθαρίστηκαν» από λογίους ή «εμπλουτίστηκαν» για να ταιριάζουν περισσότερο με κάποιο δογματικό και αυθαίρετο «εθνικώς ορθό», κι έχασαν έτσι τον χαρακτήρα τους. Δυστυχώς, αργήσαμε πολύ να δεχτούμε ότι στη δημοτική ποίηση οφείλουμε το ίδιο σέβας που οφείλουμε στην προσωπική ποίηση, αρχαία και νέα.
Για να δώσω ένα δείγμα της επινοητικότητας της γλώσσας αυτής, ας πω ότι ο ανώνυμος ποιητής προσπάθησε να δώσει μια λύση στο εννοιολογικό ζήτημα που ανακύπτει όταν υποκείμενο του «παντρεύομαι» είναι ο άντρας. Αφού ο άντρας δεν υπανδρεύεται, ο δημοτικός ποιητής δοκίμασε σε διάφορες περιοχές και διαλέκτους (στον Πόντο, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία) το ρήμα «γυναικίζω»/«γυναικεύω», δηλαδή «συνάπτω θεσμική σχέση με γυναίκα». «Γιε μου γιε μου, γυναικίσου, / γιε μου, γιε μου, πάρ΄ γυναίκα» ακούμε σε τραγούδι της Σαμαρίνας. Η πρόταση δεν περπάτησε, δεν έπιασε, αλλά αυτό δεν είναι σπάνιο στο γλωσσικό πεδίο, και πάντως πιστοποίησε ότι το ένστικτο του γλωσσικού κοινοτικού εργαστηρίου είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένο, καλλιεργημένο θα έλεγα.
Έχετε ζήσει στην επαρχία και γνωρίζετε τα δημοτικά τραγούδια. Γάμοι, βαφτίσια, πανηγύρια.Γιατί η δημοτική μουσική είναι πάντα κοντά στον συνάνθρωπό μας στις χαρές και στις λύπες;
Η δημοτική ποίηση είναι αχώριστη από το τραγούδισμά της, τη μουσική της. Έχει έτσι ένα επιπλέον όπλο στη διάθεσή της για να συν-κινήσει την ψυχή πρώτα κι ύστερα το σώμα. Επιπλέον έχει καλύψει θεματολογικά σχεδόν όλα τα πεδία του ιδιωτικού βίου, και πολλά του δημόσιου (μέχρι και τη σκληρή τιμωρία όσων φορολογούν βαριά τους φτωχούς και ήπια τους άρχοντες έχει ιστορήσει). Έγινε λοιπόν μόνιμος «συνομιλητής» του ανθρώπου που συνηθίζουμε να αποκαλούμε απλό. Ο οποίος πάντως ήξερε ότι «και τα τραγούδια λόγια ’ναι, τα λεν οι πικραμένοι, / πάσχουν να βγάλουν το κακό, μα το κακό δεν βγαίνει». Ο Καβάφης δεν είχε γεννηθεί ακόμα για να πει το «Εις σε προστρέχω».
Αλλά και στην περίοδο της σκλαβιάς στους Τούρκους το ίδιο δεν συνέβαινε;Ο κόσμος δεν τραγουδούσε τους καημούς του; Αλήθεια, γνώριζαν οι Τούρκοι αυτά τα τραγούδια;
Ξέρουμε από τα κείμενα πολλών Δυτικών περιηγητών ότι οι σκλαβωμένοι Έλληνες έπλαθαν τραγούδια για κάθε είδους θέμα. Μπορεί να ακούγεται υπερβολική η πληροφορία του Άγγλου Γουίλιαμ Μάρτιν Λικ ότι οι πρόγονοί μας συνέθεταν πνευματώδη τραγούδια κάθε μέρα, το σίγουρο πάντως είναι ότι δεν τα τραγουδούσαν μόνο σε γιορτές και πανηγύρια. Τα έλεγαν και στα νυχτέρια τους οι γυναίκες (οι οποίες έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία των τραγουδιών) και την ώρα της δουλειάς σε κάμπο, βουνό ή θάλασσα, κι όταν νανούριζαν τα μωρά τους, κι ότανξεπροβόδιζαν τον αγαπημένο όταν κινούσε για την ξενιτιά.
Ο δημοτικός ποιητής, αντίθετα, δεν ξέρει πως είναι ποιητής, δεν τον αφορά αυτό, δεν τον αφορά η ιδιοκτησία. Τραγουδιστής είναι. Και το τραγούδι ανήκει σε όσους το τραγουδάνε, αναπλάθοντάς το, όχι σε όσους το πρωτοφτιάχνουν.
Οι Τούρκοι θα τ’ άκουγαν σίγουρα, μπορούμε άλλωστε να φανταστούμε πως οι συμπλοκές και οι μάχες προϋπέθεταν την ανταλλαγή μπηχτών και ύβρεων αλλά και την εγκαρδιωτική χρήση των τραγουδιών. Επιθυμία λογοκρισίας πάντως εκδήλωσαν εκπρόσωποι της Ορθοδοξίας, που δεν άντεχαν να βλέπουν στα πανηγύρια τον κόσμο να χρησιμοποιεί, όπως συχνότατα και τώρα, σαν πρόσχημα τη θρησκευτική γιορτή, ώστε να διασκεδάσει τους καημούς του τραγουδώντας και χορεύοντας, όχι ψέλνοντας. Για τον Αγάπιο Λάνδο, τον Κοσμά τον Αιτωλό, τον Νικόδημο τον Αγιορείτη και άλλους, τα τραγούδια ήταν πράγματα του Διαβόλου ή «ελληνικά», δηλαδή ειδωλολατρικά. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πόσο είχε απαξιωθεί το όνομα «Έλληνας» επί αιώνες, σαν άκρως αντίθετο του «χριστιανός». Στα δημοτικά άλλωστε σπάνια γίνεται λόγος για Έλληνες. Αφού συνήθως ακούμε για Ρωμιούς ή Γραικούς. Αλλά μια χαρά πορευόμαστε και με τα τρία ονόματά μας.
Έχετε ακούσματα από το παραδοσιακό κλαρίνο. Γιατί το κλαρίνο συνδέθηκε με τα δημοτικά τραγούδια;
Η ιστορία του κλαρίνου είναι μία επιπλέον απόδειξη πως η παράδοση δεν είναι κάτι στατικό, παγωμένο και τελεσίδικο,νεκρό. Ήρθε στην Ελλάδα μόλις τον 19ο αιώνα, ανταγωνίστηκε τον ζουρνά και τη φλογέρα, που είχαν ζωή αιώνων και αιώνων, και σε πολλά μέρη τα εκτόπισε. Ίσως επειδή ο ήχος του είναι πιο πλούσιος, και πάντως ταιριαστός με την ακοή μας. Ο ζουρνάς άλλωστε είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο όργανο, γι' αυτό και βρίσκουμε από παλιά τις πληροφορίες ότι το έπαιζαν αποκλειστικά οι Γύφτοι, όπως τους αποκαλούσαν τότε. Στη φυλή αυτή χρωστάει πολλά το δημοτικό τραγούδι, αφού ήταν ο κύριος αναμεταδότης του από περιοχή σε περιοχή, λόγω του νομαδικού της βίου και της μεγάλης εξοικείωσής της με τη μουσική. Αν «τα τραγούδια τα έκαμναν οι χωριάτες, οι στραβοί με τες λύρες», όπως λέει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στη Διήγηση συμβάντων της ελληνικής φυλής, οι κατεξοχήν διακινητές τους, οι μεταφορείς τους, αλλά και οι μουσικοί θεράποντές τους, ήταν οι τσιγγάνοι. Και σήμερα τα πανηγύρια που βασίζονται στον ζουρνά, όπως το ξεχωριστό του Αϊ-Συμιού στο Μεσολόγγι, είναι αδύνατο να γίνουν δίχως τσιγγάνικες ζυγιές.
Γράφετε ότι θέλετε να πείτετις ιστορίες αυτές περίπου με τον τρόπο τωνπαραμυθιών. Ποια είναι η σύνδεση του δημοτικού με τα παραμύθια και τους θρύλους του λαού;
Στα τραγούδια, στα παραμύθια, στα αινίγματα, στις παροιμίες, στις παραδόσεις, αποκαλύπτεται αλογόκριτο το λαϊκό πνεύμα. Εκ των υστέρων όμως αυτό το «αλογόκριτο» πρέπει να το δούμε στη σχετικότητά του, ειδικά όσον αφορά τα τραγούδια. Η νόθευσή τους άρχισε πολύ χωρίς, κι έπεσαν πολλά «μαλάματα» (εθνοπρεπούς πρωτίστως χαρακτήρα) εκεί όπου δεν χρειάζονταν. Αρκετά τραγούδια «καθαρίστηκαν» από λογίους ή «εμπλουτίστηκαν» για να ταιριάζουν περισσότερο με κάποιο δογματικό και αυθαίρετο «εθνικώς ορθό», κι έχασαν έτσι τον χαρακτήρα τους. Δυστυχώς, αργήσαμε πολύ να δεχτούμε ότι στη δημοτική ποίηση οφείλουμε το ίδιο σέβας που οφείλουμε στην προσωπική ποίηση, αρχαία και νέα.
Στην αρχαιότητα η ποίηση τραγουδιόταν και διαβαζόταν φωναχτά. Ποια είναι η σχέση της ποίησης με τα δημοτικά τραγούδια;
Στους αρχαίους καιρούς η ποίηση ήταν μια ακροαματική διαδικασία, σ’ αυτό άλλωστε οφείλει τη βαθιά πολιτική της διάσταση. Και βέβαια ήταν και μουσικό γεγονός, όχι μόνο γεγονός λέξεων. Οι ποιητές γνώριζαν πως είναι ποιητές, πολλοί άλλωστε ανταμείβονταν γι’ αυτό, όχι μόνο συμβολικά, όπως μας μαθαίνουν οι αριστοφανικοί Βάτραχοι. Ελάχιστα δημώδη της αρχαιότητας έχουν σωθεί πάντως, κυρίως σκόλια συμποσίων. Ο δημοτικός ποιητής, αντίθετα, δεν ξέρει πως είναι ποιητής, δεν τον αφορά αυτό, δεν τον αφορά η ιδιοκτησία. Τραγουδιστής είναι. Και το τραγούδι ανήκει σε όσους το τραγουδάνε, αναπλάθοντάς το, όχι σε όσους το πρωτοφτιάχνουν. Κατά κάποιον τρόπο αυτό έχει συμβεί και με αρκετά ρεμπέτικα και λαϊκά. Τα χαιρόμαστε δίχως να ξέρουμε τον «ιδιοκτήτη» τους, και δίχως να παρανοιαζόμαστε να τον μάθουμε. Ευτυχώς η ΑΕΠΙ δεν τρυπώνει ακόμα στις παρέες των ανθρώπων.
Γράφετε ότι τα δημοτικά τραγούδια «…συνιστούν γεγονότα σώματος και γεγονότα ψυχής». Μπορείτε να αιτιολογήσετε τη γνώμη σας;
Με την τριαδική του υπόσταση το δημοτικόπροκαλεί ολόκληρο το σώμα. Και με την ασύλληπτη απλότητά του, τον λόγο του τον πελεκημένο στο κοινοτικό εργαστήριο,γράφεται βαθιά. Όχι σε όλων την ψυχή, υπάρχουν και αρκετοί που δεν τα μπορούν, για τους λόγους του ο καθένας, αλλά αυτό είναι φυσιολογικό. Και στον Κοραή δεν άρεσαν. Κι ωστόσο δεν παρέλειψε να συμβάλει στη συγκέντρωση και την έκδοσή τους. Ο Φοριέλ αναγνώρισε τη συμβολή του, γράφοντας πως«ο αρχικός πυρήνας της συλλογής του προερχόταν από τον διάσημο γιατρό Κοραή».
Γιατί τα δημοτικά τραγούδια κινδύνεψαναπό τα δικτατορικά καθεστώτα;
Όπως είπα ήδη, η νόθευση των δημοτικών άρχισε πολύ νωρίς. Και δεν μιλάω βέβαια για κάποιονγλωσσικό «ευπρεπισμό», στον οποίο προχώρησαν ορισμένοι από τους πρώτους εκδότες, αλλά για μια προσπάθεια να βάλουμε στο στόμα του λαού αυτά που θα «έπρεπε» να είχε τραγουδήσει. Σάμπως δεν ήταν από μόνα τους και αυθορμήτως ελληνικότατα και πατριωτικότατα, ορισμένοι λόγιοι έσπευσαν να τα αποκαθάρουν, να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν στίχους, να αλλάξουν κρίσιμες λέξεις, να κατασκευάσουν «δημοτικά» στο γραφείο τους. Και κυρίως να απωθήσουν σε κάποιο περιθώριο, στη σιωπή δηλαδή, τραγούδια που νόμιζαν ότι δεν συνάδουν με τον εθνικό κανόνα που είχαν οι ίδιοι στο μυαλό τους. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε το «Προσοχή στις συλλογές» του Κ.Θ. Δημαρά, ούτε την έκπληξη που ένιωσε (και κατέγραψε σε κριτική του) ο Καβάφης, το 1914, όταν έμαθε από τις Εκλογές του Νικολάου Πολίτη ότι το «Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω» δεν ήταν γνήσιο δημοτικό αλλά δημιούργημα συγκεκριμένου λογίου.
Τα δικτατορικά καθεστώτα οδήγησαν τη λογική της νόθευσης στο ακρότατο σημείο της. Έκοψαν την «κληρονομιά», τη νεότερη και την αρχαία, στα μέτρα της σοβινιστικής ανοησίας τους. Αν οι χουνταίοι ήξεραν τα δημοτικά σε όλη τους την έκταση, θα διέταζαν να εξαφανιστούν από προσώπου γης περίπου τα μισά. Και σίγουρα εκείνα όπου η Ελληνοπούλα που καταδιώκεται από Σαρακηνό ή Τούρκο γυρεύει την προστασία του κατεξοχήν αγίου της Ρωμιοσύνης, του Αϊ-Γιώργη, μα εκείνος την καταδίδει στους διώκτες της. Για να ακούσει έπειτα τις δίκαιες κατάρες της κυνηγημένης. Ανέφερα σε κάποια συζήτηση το συγκεκριμένο τραγούδι (που το περιέχει άλλωστε και ο τόμος της Ακαδημίας) και βρέθηκα στο στόχαστρο του χρυσαυγίτικουΣτόχου, λες και ζούσα τον 16ο ή 17ο αιώνα αιώνα κι έγραψα τους στίχους εγώ στο τραγούδι.
Πέρα από αξία, τα δημοτικά τραγούδια έχουν και ήθος. Τα αγαπούν όμως σήμερα οι νέοι μας;
Σε κεντρικό δρόμο του Νέου Κόσμου, ένα υπόγειο φιλοξενεί τα γραφεία του συλλόγου των καταγόμενων από κάποιο θεσσαλικό χωριό. Αν περάσεις Κυριακή γύρω στις δώδεκα θα δεις από τη μισάνοιχτη πόρτα μια ντουζίνα κουτσούβελα να μαθητεύουν στη «σβαρνιάρα», ακούγοντας τραγούδια από μαγνητόφωνο παλαιάς κοπής. Αν περάσεις αργότερα θα δεις τις μανάδες τους να γίνονται αυτές μαθήτριες. Έστω με δυσκολίες και με απώλειες, η σκυταλοδρομία συνεχίζεται. Βοήθησαν άλλωστε και τα Μουσικά Λύκεια.
Από ό,τι αναφέρετε αυτός είναι ο πρώτος τόμος. Ποια είναι τα σχέδιά σας για τη συνέχεια;
Η εισαγωγή μου στον τόμο της «Αγαπώς» τελειώνει με την καταγραφή των τίτλων των δοκιμίων που θα ακολουθήσουν. Απαριθμούνται εκεί δεκαέξι θέματα, αλλά δεν μπορώ να ξέρω ακόμα αν η διερεύνηση κάθε θέματος θα απαρτίσει μόνη της έναν τόμο. Η αλήθεια είναι ότι φαντάστηκα και σχεδίασα το όλο εγχείρημα σαν ένα τεράστιο βιβλίο με διαπλεκόμενα κεφάλαια. Έτσι, μέχρις ενός σημείου η επεξεργασία των κεφαλαίων ήταν ταυτόχρονη, οπότε όλα τα δοκίμια είναι αρκετά προχωρημένα (εκτός από ένα, που μου επιβλήθηκε δυναστικά καθ’ οδόν, και που ακόμα δεν μπορεί να γίνει λέξεις).
Με μοιρολόγια δεν νανουρίζεται κανείς. Κι η μάνα μου, έτσι ήρθαν τα πράγματα, για πολλά χρόνια μόνο μοιρολόγια επέτρεπε στον εαυτό της, κι αυτά βουβά.
Αυτόν τον καιρό παλεύω με τις μπελαλίδικες τυπογραφικές διορθώσεις του δεύτερου τόμου, που θα έχει τον τίτλο Το αίμα της αγάπης: Ο πόθος και ο φόνος στο δημοτικό τραγούδι.Θα εκδοθεί μέσα στο 2017, προς το τέλος. Ταυτόχρονα δουλεύω, σε μάλλον προχωρημένη ηλικία, το διδακτορικό μου στη Φιλοσοφική της Κύπρου. Πάντα με θέμα από το δημοτικό, και πάντα σε συνάφεια με ό,τι εννοούμε σαν παράδοση (παραμύθια, παροιμίες, ιστορίες, κτλ.), αλλά και με τηνπροσωπική ποίηση, αρχαία και νέα, καθώς και με τη δημοτική ποίηση των σύνοικων και των περίοικων λαών. Όταν τελειώσει θα αποτελέσει τον τέταρτο τόμο της σειράς «Πιάνω γραφή να γράψω...». Θα μεσολαβήσει ο τρίτος τόμος, αφιερωμένος στο τραγούδι «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα».
Είσαστε συγγραφέας και δημοσιογράφος. Κατά πόσο βοηθά το ένα το άλλο;
Η αρρώστια της γραφής είναι μία, σε όποια εκδοχή της κι αν θητεύει κανείς. Αρκετές φορές το έναυσμα για κάποια επιφυλλίδα μπορεί να είναι ένα δημοτικό, ένα ποίημα γενικότερα, μια παροιμία ακόμα ή κάποια παράδοση. Το δημοσιογραφικό γράψιμο πάντως και το λογοτεχνικό διαφέρουν πρωτίστως ως προς τη σχέση τους με τον χρόνο: τοδημοσιογραφικό κείμενο ορίζεται από την προθεσμία του, και, εκ συστάσεως και εξ ονόματος, τιμά το εφήμερο όσο καλύτερα μπορεί και δεν έχει ψευδαισθήσεις αθανασίας. Στο λογοτεχνικό γράψιμο ο χρόνος είναι δικός σου, εκτός πια και έχεις υπογράψει συμβόλαιο να παραδίδεις ένα παχουλούτσικο μυθιστόρημα κάθε έναν ή ενάμιση χρόνο, έχεις – δεν έχεις έμπνευση.
Ποιες μελέτες για το δημοτικό τραγούδι θα μας προτείνατε να διαβάσουμε;
Μακάρι να υπήρχαν στην αγορά μας οι μελέτες του Γιάννη Αποστολάκη για το δημοτικό τραγούδι. Μπορεί να ήταν ένας εριστικότατος λόγιος, και να μην εκτιμούσε τίποτε άλλο πλην του Σολωμού και του δημοτικού, αλλά, παρακάμπτοντας όσους χαρακτηρισμούς του είναι φανερό ότι γράφτηκαν με χολή παρά με μελάνη, μπορεί κανείς να δει και να μάθειπολλά από τα γραπτά του. Όσον αφορά τους σήμερα ενεργούς μελετητές του δημοτικού, πλούσιες σκέψειςπροκαλούν στον αναγνώστη τα γραπτά του Γρηγόρη Σηφάκη, του Αλέξη Πολίτη, του Μιχάλη Μερακλή, του Γκι Σονιέ, του Βάλτερ Πούχνερ, καιαρκετών άλλων. Αν θέλουμε πάντως να γνωρίσουμε τμήματα της αλφαβήτας μας γι' αυτά τα ζητήματα, ας ξαναδιαβάσουμε Φοριέλ, Παλαμά, Καβάφη, Σεφέρη. Και Σολωμό.
Με ποιο δημοτικό τραγούδι σάς κοίμιζε η μητέρα σας;
Με μοιρολόγια δεν νανουρίζεται κανείς. Κι η μάνα μου, έτσι ήρθαν τα πράγματα, για πολλά χρόνια μόνο μοιρολόγια επέτρεπε στον εαυτό της, κι αυτά βουβά.
Ας θυμηθώ ωστόσο κάποια από τα τραγούδια (ειπωμένα από χείλη αγαπημένων ανθρώπων, από ημιεπαγγελματίες σε γιορτές και πανηγύρια, και βέβαια από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου) που σχημάτισαν για μένα, τέλη της δεκαετίας του ’50 - αρχές της δεκαετίας του ’60, κάτι σαν αμνιακό σάκο: Η «Ρούσα παπαδιά» (ήμουν για χρόνια σίγουρος πως ήταν «του χωριού μου», αλλά αργότερα συνάντησα άλλους, με άλλον γενέθλιο τόπο, που έλεγαν επίσης με σιγουριά πως ήταν «του χωριού τους», κι αυτό ήταν ένα απτό μάθημα ότι τα δημοτικά δεν έχουν ιδιοκτήτη), η «Λαφίνα», κάποια για τα πάθη του Μεσολογγίου («Ένα Σαββάτο αποβραδίς, ανήμερα Λαζάρου»), το μοιρολόι της Παναγίας που βάραινε τη Μεγάλη Παρασκευή («Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα»), το «Ρηνάκι» («Κάτουστο ρέμα το βαθύ»), τα «Παιδιά της Σαμαρίνας», «Ποιος είν' άξιος και γλήγορος». 
rima onomaΌταν το ρήμα γίνεται όνομα
Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών
Παντελής Μπουκάλας
Άγρα
592 σελ.
ISBN 978-960-505-231-7
Τιμή: €21,90

Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου