Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

«Οι “Πέρσες” του Αισχύλου» της Ανθούλας Δανιήλ

Επίκαιρα μηνύματα από την Αρχαία Ελλάδα στον σύγχρονο κόσμο
Της Μαρίας και του Αντώνη
Στην Κύπρο, στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο, οι θεατές που αγαπούν το αρχαίο δράμα, είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν την παράσταση, Πέρσες (Αισχύλου Πέρσαι), έτσι όπως τη δίδαξε ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου με έναν έξοχο «χορό» και συγκλονιστικούς τους τρεις υποκριτές· ειδικά, την παραδομένη στη θεατρική έκσταση, άφταστη Καριοφυλλιά Καραμπέτη.
Η σκηνή τοποθετείται στα Σούσα, στην αυλή του Πέρση βασιλιά. Ο χορός γερόντων αγωνιά για την έκβαση της εκστρατείας του Ξέρξη στην Ελλάδα και η βασίλισσα Άτοσσα έχει δει κακό όνειρο: Ο γιος της προσπαθεί να ζέψει δυο γυναίκες, την Ασία και την Ελλάδα, στο άρμα του. Η Ασία δέχεται το χαλινάρι, η Ελλάδα αντιδρά, τον ρίχνει από το άρμα και τον ξεσκίζει σέρνοντάς τον. Και το όνειρο δεν αργεί να επαληθευτεί. Αγγελιοφόρος έρχεται και φέρνει τα κακά μαντάτα: πάει ο στόλος, πάει ο στρατός, πάνε οι αρχηγοί, πάνε οι οπλίτες όλοι κι ο βασιλιάς κουρέλι.
Το έργο αυτό το δίδαξε ο Αισχύλος οχτώ χρόνια μετά το γεγονός της ιστορικής ναυμαχίας στα νερά της Σαλαμίνας, από τις πιο σημαντικές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία. Τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ. η ναυμαχία, το 472 π.Χ. η διδασκαλία. Τέσσερα χρόνια πριν είχε παιχτεί του Φρυνίχου η Μιλήτου άλωσις με το ίδιο θέμα και τεράστια συγκίνηση στο κοινό. Η Αθήνα σήκωνε το βάρος μιας αντίστασης στους προαιώνιους εχθρούς των Ελλήνων, τους Πέρσες, οι οποίοι, διαπράττοντας μια σειρά ύβρεων, έφτασαν στα ελληνικά χώματα και νερά για να καταπατήσουν όσια και ιερά, όπως είχαν κάνει με όλους τους γειτονικούς λαούς που είχαν προσαρτήσει στην αυτοκρατορία τους. Αλλά τα νερά της Σαλαμίνας δεν έδεσαν με την φτέρνα τους, θα έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης. Γιατί το πολυποίκιλο μωσαϊκό του αλαζονικού στρατού τους δεν άντεξε τη δύναμη ενός μικρού λαού που πολεμούσε για να υπερασπίσει την πατρίδα του, τα ιερά των θεών, τους πατρογονικούς του τάφους, την οικογένειά του, την τιμή του. Και ο μικρός έγινε μέγας και ο μέγας εχθρός καταρρακώθηκε.
Μέγας ήταν και ο κατάλογος εκείνων που έλαβαν μέρος. Ο Αισχύλος, αναλαμβάνοντας τη σκυτάλη από τον Όμηρο, ο οποίος μας παρέδωσε κατάλογο πλοίων και βασιλέων και βασιλείων, καταθέτει τον δικό του κατάλογο Περσών επιφανών που ο τάφος τους έγινε στη Σαλαμίνα και αμέσως μετά τη Σαλαμίνα, στον δρόμο της επιστροφής προς την Περσία. Και κατάλογο νησιών και ελληνικών τόπων σε όλη τη γειτονική των Ελλήνων περιοχή μέχρι την Κύπρο και την ομώνυμη μητρόπολη, τη Σαλαμίνα∙ Νήσος τις έστι που τιμωρεί, επειδή ο Δίας δεν ανέχεται τους αλαζόνες. Και η φύση συναινεί στου θεού τον θυμό. Γιατί ο Ξέρξης παραβίασε τα όριά της, Νόμισε θ’ αλυσοδέσει τον Ελλήσποντο. Σαν δούλο. Το πέρασμα θεού. Τη φύση ν’ αλλάξει! Τη στεριά να χωρίσει. Και θρόνο να στήσει στην αγκαλιά του όρους για να βλέπει όχι αυτό που ήθελε οι Έλληνες να πάθουν αλλά αυτό που οι θεοί θέλησαν αυτός να πάθει. Τη μοίρα του. Έτσι, κουρέλι, πλήρωνε για την αλαζονεία του ο άμυαλος βασιλιάς, ο Ξέρξης εκείνος.
perses 2017 2
Η συνεχής αναφορά σε τόπους και ονόματα κάνει τον θεατή να νιώθει πως η μόνη παρηγοριά για τους σακατεμένους Πέρσες είναι τα περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. Όσο πιο μεγάλος ο έπαινος των Περσών, τόσο πιο μεγάλη και εκκωφαντική η πτώση. Όσο πιο μεγάλο το πλήθος των εχθρών, τόσο πιο μεγάλη η ντροπή τους. Όσο πιο μικρή η δύναμη της Αθήνας, τόσο πιο μεγάλη η δόξα της. Διότι ο Αισχύλος, διά της συμφοράς εκείνων, προβάλλει την Αθήνα και τη Δημοκρατία και αναδεικνύει το φρόνημα των πολιτών, την ευψυχία και το αδούλωτο πνεύμα τους. Όμως δεν νίκησαν οι Αθηναίοι μόνοι αλλά με τη σύμπραξη των θεών. Στο πλαίσιο της εποχής, αυτή «είναι μια ερμηνεία ‘‘επιστημονική’’ στη θέση της επιστημονικής που απουσιάζει» γράφει ο Κώστας Τοπούζης, μια ερμηνεία της οποίας δεν κρίνεται η ορθότητα αλλά η λειτουργικότητα. Οι θεοί, λοιπόν, ήταν εκείνοι που νίκησαν και τιμώρησαν τον άμυαλο, τον υβριστή.
Όταν ανθίζει η έπαρση καρπίζει στάχυ θυμού. Συμφορά εσοδεύει. Αυτή είναι η πληρωμή. Και να θυμάστε την Αθήνα και την Ελλάδα. Όλα τα πλοία των Ελλήνων στα τριακόσια θα έφταναν. Ο Ξέρξης χίλια είχε κι άλλα διακόσια επτά που ήταν πολύ γρήγορα. Αυτοί ήταν οι αριθμοί. Δε χάσαμε όμως για τους αριθμούς. Κάποιος δαίμονας μας ρήμαξε. Τη χτύπησε τη ζυγαριά την έκλινε στο μέρος τους. Θεοί τη σώζουν την πόλη της Παλλάδας. Έτσι είπε ο αγγελιοφόρος. Κι η Άτοσσα ξαναρωτάει: Τόσα καράβια είχαν, που τόλμησαν ν’ αντιβγούν στον περσικό στρατό, μπήγοντας έμβολα; Άμα υπάρχουν άντρες το κάστρο είναι άπαρτο, απαντά εκείνος. Αυτοί οι άνδρες την κρίσιμη ώρα όρμησαν ψάλλοντας τον παιάνα: Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρῴων έδη, θήκας τε προγόνων· νυν υπὲρ πάντων αγών. Γι’ αυτά όλα αγωνίζονται οι Έλληνες και αυτά όλα είναι που καθιστούν τον αγώνα τους ιερό, ενώ οι Πέρσες πολεμούν επειδή διατάχτηκαν από τον αφέντη τους. Και όπως λέει το φάντασμα του Δαρείου, οι Πέρσες τιμωρήθηκαν επειδή εξεστράτευσαν στην Ελλάδα και σύλησαν και έκαψαν ναούς βωμούς και αγάλματα θεών απ’ το βάθρο τους τα γκρέμισαν, πέτρες τα έκαναν στο χώμα. Γι’ αυτό έπαθαν όσα έπαθαν. Και άλλα θα πάθουν. Και να πώς ταιριάζει ο παιάνας με τα λόγια του Δαρείου. Να γιατί εκείνο το «Ίτε παίδες…» τέτοια ορμή και δύναμη είχε.
Ωστόσο, η ζωή πρέπει να συνεχιστεί, γι’ αυτό ο Δαρείος συμβουλεύει τους ζωντανούς να χαίρονται, ακόμα και μέσα στο κακό. Να ζουν τη χαρά της ζωής κάθε μέρα, όσο ζουν, και να μην νοιάζονται για τα πλούτη, γιατί τα πλούτη καμιά αξία δεν έχουν για τους νεκρούς.
*
Έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας… Στοιχεία με τα οποία θα επιτευχθεί η σπουδαία και τέλεια μίμησις πράξεως είναι ο μύθος (περιεχόμενο), το ήθος (χαρακτήρες), η διάνοια (ιδέες), η λέξις (γλωσσική επιμέλεια), το μέλος (μουσική) και η όψις (σκευή). Από αυτά, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η λέξις, το μέλος και η όψις είναι τα σημαντικότερα στην «μίμησιν». Και αυτά υπηρετήθηκαν πιστά στην παράσταση.
Έχουμε λοιπόν ένα δράμα, για το οποίο υπεύθυνος είναι ο σκηνοθέτης Άρης Μπινιάρης και οι συνεργάτες του που έδεσαν σε ενιαίο σύνολο τον λόγο, την κίνηση και τη μουσική. Το ενδυματολογικό ήταν φροντισμένο. Βεβαίως οι γέροντες δεν φορούσαν ποδήρεις χιτώνες και δεν είχαν μακριές βοστρυχώδεις γενειάδες ως το στήθος. Υπαινικτικό και δυναμικό το μέλος μπαίνει πρώτο στην ορχήστρα∙ ένα τύμπανο, τοποθετημένο στα δεξιά ως προς τον θεατή, δίνει τον τόνο στον λόγο των γερόντων και μας προετοιμάζει για το δυσάρεστο άκουσμα. Αργότερα θα χρησιμοποιηθεί κι άλλο ένα στα αριστερά. Ο κορυφαίος με ένα μαντολίνο μιλάει και παίζει σαν να είναι ο αοιδός του έπους. Έπος για τους Έλληνες, συμφορά για τους Πέρσες. Οι ήχοι του μαντολίνου συνοδεύουν λυρικά το βαρύ και σοβαρό τύμπανο. Στίξη/αντίστιξη. Ο χορός αποτελείται από δώδεκα άνδρες και τον κορυφαίο. Τόσοι είναι στον Αισχύλο. Τα Στάσιμα έχουν μήκος, τα Επεισόδια είναι μικρά (ο Σοφοκλής άλλαξε την εσωτερική διαρρύθμιση του δράματος). Ωστόσο, για τις ανάγκες της περίστασης, οι στίχοι με στιβαρό περιεχόμενο επαναλαμβάνονταν πολλές φορές σαν, με τη μαγική επανάληψη, να επιζητούσε να βάλει στο μυαλό του θεατή εκείνο που δεν έπρεπε να του διαφύγει.
Το σμήνος των γερόντων κινείται ανήσυχο· καλύπτει όλη την ορχήστρα, συσπειρώνεται, αραιώνει, κυκλώνει, περπατάει με λυγισμένα γόνατα. Από το βάρος των ειδήσεων; Της ηλικίας; Της κεκτημένης στάσης υποταγής, την οποία κατ’ έθος σε όλη του τη ζωή επαναλαμβάνει; Ο Δαρείος φωτεινός και ολόλαμπρος με πολύ κόπο, όπως λέει, ανέβηκε στον πάνω κόσμο, πιεσμένος από τις επικλήσεις Αϊδωνεύς Αϊδωνεύς, και έχει μικρή διορία. Πρέπει γρήγορα να ακούσει, να μιλήσει και να ξαναφύγει. Την άδεια αυτή, που κανείς νεκρός δεν την έχει, του την εξασφαλίζει το μεγαλείο που είχε εν ζωή και η μεταθανάτια φήμη του. Στη σκηνή εμφανίζεται στα λευκά και είναι όλος φως, ενώ μια ασημένια προσωπίδα καλύπτει το μισό του πρόσωπο (το ανάλογο της χρυσής προσωπίδας του Ατρέως) σαν να είναι το ασημένιο μέταλλό της σημάδι της θνητής ύπαρξης ή, απλώς, το απαραίτητο αξεσουάρ, αφού οι πεθαμένοι δεν έχουν, πλέον, πρόσωπο. Κάτω από την προσωπίδα ένα κενό, λέει ο Σεφέρης.
Στη θέα του οι γέροντες πέφτουν στο έδαφος, με το πρόσωπο στο χώμα, στο σκοτάδι, σαν να μην μπορούν να αντέξουν το αφύσικο θέαμα. Νομίζει κανείς ότι παρακολουθεί τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος στον πίνακα του Αντρέι Ρουμπλιόφ ή του δασκάλου του, του Θεοφάνους του Κρητός. Τον Θεό και τον βασιλιά κανείς δεν κοιτάζει κατά πρόσωπο. Είναι νόμος αυτός. Ο Ξέρξης μπαίνει τελευταίος στη σκηνή. Ζητά και διατάζει τους πάντες να κλάψουν, να κλάψουν για τη δική του συμφορά, για την ανοησία του και την αλαζονεία του. Το κουρέλι ρούχο που σέρνει μαζί του είναι το δείγμα της κουρελιασμένης αξιοπρέπειάς του της ψυχικής, πνευματικής, ηθικής και ηγετικής του καταρράκωσης.
Άφησα τελευταία την Άτοσσα. Ακριβής στο πλαίσιο της περίστασης, σοβαρή και μεγαλοπρεπής, σφιγμένη από την αγωνία, μέσα στον ρόλο της βασίλισσας για τον λαό της στην αρχή, ξεπερνάει τον θεσμικό ρόλο της και αφήνει να υπερισχύσει ο φυσικός ρόλος της μητέρας, χωρίς να ξεχνάει την ιδέα του «αφέντη», στη συνέχεια. Ο γιος της – πράξας μεν ευ θαυμαστός αν γένοιτ’ ανήρ, / κακώς δε πράξας ουκ υπεύθνος πόλει, σωθείς δ’ ομοίως τήσδε κοιρανεί χθονός· αν νικήσει θα είναι θαυμαστός και αν χάσει πάλι αφέντης θα είναι σ’ αυτή τη γη και δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Ό,τι και αν έχει γίνει, εμείς θα τον καλοδεχτούμε, λέει.
Την ώρα της επίκλησης του νεκρού συζύγου της, του Δαρείου, σαν φρενιασμένη από θεία μανία, σαν στα όρια της έσχατης ανάγκης για βοήθεια, λίγο από την τρέλα απέχοντας, σαν να έχει αποκοπεί από τον περίγυρο, κάθεται στο έδαφος· γίνεται ένα με το έδαφος και σαν να αντλεί δύναμη από αυτό, όπως στους αγαπημένους νεκρούς οι σύζυγοι, οι αδελφές και οι κόρες θυσιάζουν τα μαλλιά τους, εκείνη λύνει τα μαλλιά της, ανέμη στους ανέμους τα κάνει. Το κεφάλι της γίνεται κοχλίας που σε κάθε γύρισμα εισχωρεί στο μυστήριο του πέραν τόπου και χρόνου. Και, μετά από αρκετούς αμιλλητήρας τρόχους, με τα μαλλιά σαν ανεμοπαρμένο φωτοστέφανο, το στριφογύρισμα επεκτείνεται στο σώμα. Σηκώνεται ολόρθη και, μέσα στο μαύρο και πλατύ φόρεμά της σαν δερβίσης σε έκσταση, με τα χέρια απλωμένα στη στάση της ικεσίας, στριφογυρίζει. Πόση ώρα; Πολλή. Ατελείωτη. Η ηθοποιός δεν ζει τον ρόλο. Είναι ο ρόλος. Ο χορός θρηνεί, ο Δαρείος προφητεύει.
*
Η παράσταση του αρχαίου δράματος λέγεται διδασκαλία. Και ο Αισχύλος δίδαξε ότι οι Πέρσες του δεν είναι μόνο θέατρο, αλλά μάθημα πολιτικής και κοινωνικής αγωγής, φιλοσοφικός στοχασμός και συνεκτικό υλικό των Αθηναίων μεταξύ τους και με την πόλη τους. Με τα λόγια του Δαρείου, ο Ξέρξης διέπραξε ύβρη (ύβρις γαρ εξανθούσ’ εκάρπωσε στάχυν άτης) και Άνοιξε τώρα των συμφορών μας η βρύση, του γιου μου η ανέμυαλη νιότη, λέει. Θνητός ήταν! Άμυαλα νόμισε θα νικήσει τους θεούς και τον Ποσειδώνα! Βλάβη μυαλού πήρε το γιο μου. Πολεμόχαρος γιος … Κακοί τον προέτρεψαν… Του έλεγαν ότι μόνο στο σπίτι, σαν δειλός σέρνει το σπαθί. Ότι τα πατρικά του πλούτη δεν τα αυξάνει (θυμίζω εδώ τον όρκο των Αθηναίων εφήβων: «Την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω, πλείω και αρείω όσης αν παραδέξομαι», που σημαίνει πως χρέος του πολίτη είναι να αυξήσει αυτό που παρέλαβε από τους προγόνους). Ο Ξέρξης, όμως, ακούγοντας προσβολές από κακούς σχεδίασε το δρόμο και τον πόλεμο. Και τα έχασε όλα. Όταν το κακό το σπρώχνεις κι ο θεός βοηθάει, συμπληρώνει (Συν Αθηνά και χείρα κίνει, το ανάλογο προς τη θετική πλευρά). Όταν ανθίζει η έπαρση καρπίζει στάχυ θυμού (ύβρις γαρ εξανθούσ’ εκάρπωσε στάχυν άτης). «Δεν αργεί να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι» λέει ο Σεφέρης). Τη μεγάλη περηφάνια τσακίζει βαρύς δικαιοκρίτης ο Δίας (Ζευς γαρ μεγάλης γλώσσης κόμπους υπερεχθαίρει). Τυφλώνει το θράσος και καταστρέφει το μυαλό.
Τέλος,
Ο Αισχύλος, μνημονεύοντας τους τόπους, στους οποίους οι Πέρσες βιαιοπράγησαν, κατακυρώνει με τα δικά τους λόγια την ελληνικότητα τους. Δεν είναι τυχαίο ότι η παράσταση παίχτηκε από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, ότι ακούγεται η Κύπρος και τα ονόματα των πόλεων – Πάφος, Σόλοι, Σαλαμίνα. Παράλληλα, καταγράφοντας τα ονόματα των επιφανών Περσών αποτίει φόρο τιμής στους γενναίους στρατηγούς, οι οποίοι έπεσαν θύματα της αλαζονείας του Ξέρξη και της τιμωρίας των θεών, αποδεικνύοντας ότι ο έπαινος του νικημένου από τον νικητή και η μεγαλοσύνη του ισχυρού μπροστά στον αδύνατο είναι δείγμα πολιτισμού και μεγαλοψυχίας. Κι ακόμα είναι υπόμνηση της κοινής ανθρώπινης, ευμετάβλητης τύχης και του αόρατου μέλλοντος. Σαν να προειδοποιεί τους Αθηναίους ότι η ύβρις οδηγεί στην τιμωρία σύμφωνα με την αλληλουχία ὕβρις → ἄτη → νέμεσις → τίσις, κάτι που δυστυχώς οι Αθηναίοι σύντομα θα γνωρίσουν. Ο Δαρείος, έχοντας την προηγούμενη εμπειρία του από τον Μαραθώνα, δέκα χρόνια πριν, δίνει μια σοφή συμβουλή στους υπηκόους του:
Να μην εκστρατεύσετε στην Ελλάδα ποτέ. Μήτε κι αν είναι ο στρατός μεγαλύτερος. Η ίδια η γη τους τους βοηθάει τους Έλληνες.
Κοιτάζοντας τις λέξεις «κλειδιά» του έργου βλέπουμε ότι ο Αισχύλος μας υπενθυμίζει πως ο σεμνός και συνετός άνθρωπος δεν τα βάζει με τους θεούς. Δεν προκαλεί την τύχη του. Τα νιάτα, η απειρία, η αμυαλιά, η έπαρση, η περηφάνια, το θράσος, είναι στοιχεία με τα οποία ένας πολεμόχαρος γιος, που θέλει να αποδείξει στους κακούς ότι δεν είναι δειλός, μπορεί να καταστρέψει μια ολόκληρη αυτοκρατορία.
Ο Αισχύλος έγραψε το έργο με βιβλιογραφία του την προσωπική του εμπειρία. Γιατί ο Αισχύλος πολέμησε στη Σαλαμίνα και πριν από τη Σαλαμίνα πολέμησε και στον Μαραθώνα, πράγμα που πουθενά στο έργο δεν αναφέρει, όπως δεν αναφέρει και κανέναν άλλο Έλληνα, ούτε καν τον Θεμιστοκλή, που δική του ιδέα ήταν τα ξύλινα τείχη –τα πλοία– να σηκώσουν το βάρος της άμυνας. Γιατί όπως και στο έπος ο Όμηρος δεν φαίνεται πουθενά, είναι το συλλογικό όργανο της Μούσας, έτσι και εδώ, ο Αισχύλος είναι ένας ανάμεσα στους συμπολίτες του. Η νίκη της πόλης της Αθήνας είναι νίκη της Δημοκρατίας, που έδωσε τη δυνατότητα στους πολίτες της να γίνουν αυτό που αναδείχτηκαν στη ζωή και στη μάχη. Δεν αναφέρει, λοιπόν, ότι ήταν και ο ίδιος ανάμεσα στους Αθηναίους που των χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν. Το αναφέρει όμως στο επίγραμμα που έγραψε για τον τάφο του. Τελείωσε τη ζωή του στην «σιτοφόρο» Γέλα. Μια γεωργική πόλη της Σικελίας, μακριά από τα φώτα της αθηναϊκής δημοκρατίας και την λαμπερή πατρίδα του την Ελευσίνα. Για την ανδρεία του μπορούν να μαρτυρήσουν ο βαθυχαιτήεις Μήδος και το Μαραθώνιον άλσος.

Σημειώσεις
Ο άνδρας που τίμησε την Αθήνα πληγώθηκε βαθιά από τους συμπατριώτες του. Κατηγορήθηκε ότι μαρτύρησε μυστικά των Ελευσινίων τελετών, συκοφαντήθηκε και εξορίστηκε. Την ανδρεία του μαρτυρεί το Μαραθώνιον Άλσος και τα δεινά του μαρτυρεί ο Βίκτορ Ουγκό (βλ. Φάνης Κωστόπουλος, «Η λέξη του Cambronne και το αισχύλειο μεγαλείο», ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ, 1η Απριλίου 2017).
Ο θεατρολόγος και ποιητής Κωνσταντίνος Μπούρας υποστηρίζει πως ο Αισχύλος δολοφονήθηκε με χτύπημα στο κεφάλι και όχι από χελώνα που έπεσε από τα νύχια ενός αετού. Βλέπε Κρίσιμη Δεκαλογία, εκδόσεις Τάδε Έφη, Αθήνα 2017, το μονόπρακτο «Ο Αισχύλος στην Αίτνα» (σσ. 83-91).


 http://diastixo.gr/

 Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου