Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

«Γκάγκα Ρόσιτς: Στη σκάλα προς τον ουρανό» της Μαρίας Σκιαδαρέση

Όταν κάποιος από τους κατοίκους της Μαργαριταρένιας Πόλης είχε ζήσει αρκετά χρόνια ώστε να βαρεθεί πια, γινόταν κι ο ίδιος ένα μικρό λαμπερό μαργαριτάρι. Της λίμνης, της νιφάδας, της παπαρούνας, των απόκρημνων βουνοπλαγιών... Η μαργαριταρένια του ψυχή διψούσε για την καινούργια της κατοικία, κι έτσι αυτό διαιωνιζόταν. Την ηλικία της Μαργαριταρένιας Πόλης κανείς δεν μπορούσε να την επιβεβαιώσει, το γνωρίζουμε εξαρχής, αλλά έμοιαζε να τείνει προς την αιωνιότητα. Η αρχαιότητα και η διάρκειά της συνδέονταν με τις αμέτρητες ανθρώπινες ζωές των κατοίκων που της χάριζαν τη μοίρα τους.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Γκάγκα Ρόσιτς Η Μαργαριταρένια Πόλη
Περιηγήτρια η Γκάγκα, πέρα από το τεράστιο πνευματικό της έργο, άφησε πίσω της το χνάρι του ανθρώπου του κόσμου. Παρότι δεμένη ακατάλυτα με τις δυο πατρίδες της, όπως θεωρούσε τη Σερβία και την Ελλάδα, η όλη της προσωπικότητα συνέθετε ένα πνεύμα ανοιχτό στον κόσμο, στις χώρες, στους απανταχού ανθρώπους, στους ήχους και στις μυρωδιές των τόπων, κυρίως δε στις γλώσσες –που ήταν και αντικείμενο των σπουδών της αλλά και της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας.
Είχε ταξιδέψει σχεδόν σ’ όλη την υδρόγειο, είχε γνωρίσει όλες τις ηπείρους, είχε περάσει πάνω από ωκεανούς και είχε νιώσει το πεπερασμένο των συνόρων. Έτσι, στο βιβλίο της Η Μαργαριταρένια Πόλη στην ουσία διευρύνει τον συμβατικό ορίζοντα για να προσθέσει στον ήδη γνωστό κόσμο έναν καινούριο τόπο, τη δική της χώρα του Ποτέ• μια χώρα που την ονομάζει Αβαλονία, όπου και η περίφημη Μαργαριταρένια Πόλη,όχι ανύπαρκτηκατ’ ανάγκη, όπως μας λέει η συγγραφέας, γιατί, αν κλείσουμε τα μάτια μπορεί και να τηδούμε ολοζώντανη μπροστά μας. Όλη αυτή η αλληγορία συνθέτει τονονειρικό κόσμο της συγγραφέως δοσμένο με τρόπο που παραπέμπει στη μαγεία των παραμυθιών και στην ονειρική έκρηξη του σουρεαλισμού με στοιχεία νεωτερικήςγραφήςπου συνηθίζουν πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς της πατρίδας της, της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας. Εξάλλου Γιουγκοσλάβα ένιωθε πάντα• σ’ αυτήν γεννήθηκε και μεγάλωσε, όπως οι περισσότεροι σύγχρονοι λογοτέχνες της διαμελισμένης χώρας που τους γνωρίσαμε χάρη στην Γκάγκα.
Ήρθε στην Ελλάδα που αγαπούσε από παλιά κι έμεινε για πάντα γιατί ερωτεύτηκε έναν Έλληνα και μαζί μ’ αυτόν την ίδια τη χώρα, βαθιά, συνειδητά επιλέγοντας να τη θεωρεί πατρίδα της καρδιάς της δίπλα στη Σερβία που λάτρευε.
Θα μπορούσα να απαριθμήσω το έργο της. Υπάρχει όμως αναρτημένο όπου κι αν ψάξετε. Αυτό που θέλησα εγώ να γράψωήταν μια υπόμνηση με αφορμή τον θάνατό της που με λύπησε αφάνταστα –πολεμούσε επί χρόνια τον καρκίνο με δύναμη και χαμόγελο–, μια υπόμνηση προς τον καθένα από μας για το πώς μπορεί ένας άνθρωπος με ευγένεια, αγωγή, δυναμισμό και καλλιέργεια να ζήσει ως σημείο αναφοράς στον τομέα όπου εργάζεται και, φεύγοντας από τη ζωή, να μείνει στο συλλογικό ασυνείδητο ως υπόδειγμα επαγγελματία, συντρόφου, γονέα, φίλου, συνεργάτη, διανοούμενου και γενικότερα ανθρώπου που με την πολιτεία του συνέβαλε στο να εξελιχθεί κατά ένα σημαντικό μέρος ο πολιτισμός, όχι μόνο μιας χώρας αλλά δύο, στην περίπτωσή της. Γιατί η Γκάγκα, σ’ έναν τόπο σαν τα Βαλκάνια όπου συνήθως τα γεφύρια ολημερίς χτίζονται και το βράδυ γκρεμίζονται, κατόρθωσε να γίνει η ίδια το πιο στέρεο γεφύρι ανάμεσα σε δύο χώρες που, αν και όμορες, δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα για τον σύγχρονο πολιτισμό η μια της άλλης.
Η Γκάγκα δεν ήταν μόνο μεταφράστρια, ήταν πρέσβειρα των γραμμάτων της Σερβίας στην Ελλάδα (όπως πολύ σωστά τιμήθηκε με τον τίτλο αυτό από τη μητρική της χώρα), αλλά και πρέσβειρα των ελληνικών γραμμάτων στη Σερβία. Κι αυτό γιατί μέλημά της δεν ήταν μόνο το να μεταφράσει αμφίδρομα Έλληνες και Σέρβους συγγραφείς αλλά μια ολοκληρωμένη μετάγγιση του πολιτισμού της μιας χώρας προς την άλλη. Πέρα από το ότι ήταν σπάνια περίπτωση μεταφραστή προς ξένη γλώσσα –είχε τέτοια ευχέρεια στην ελληνική, που διαβάζεις τον Σέρβο συγγραφέα με την αίσθηση πως έχει γράψει πρωτογενώς το έργο του στα ελληνικά–χάρη σ’ αυτήν το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ευτύχησε να γνωρίσει όλο σχεδόν το νεότερο λογοτεχνικό στερέωμα της Γιουγκοσλαβίας! Πράγματι, ως τη δεκαετία του ’90 που άρχισε με επιμονή και υπομονή η Γκάγκα να μεταφράζει Σέρβους και άλλους πρώην Γιουγκοσλάβους συγγραφείς (την εποχή που η χώρα της κοβόταν σε κομμάτια), το ελληνικό αναγνωστικό κοινό δεν είχε διαβάσει ακόμα Πάβιτς, Σάβιτς, Κοβάσεβιτς, Στεπάνοβιτς, Αλμπαχάρι ή Ντανίλο Κις, για να θυμηθούμε τους ευρέως γνωστούς. Μιλάμε για 60 τίτλους μέσα σε μια εικοσαετία, έναν μεταφραστικό άθλο. Σέρβοι στα ελληνικά, Έλληνες στα σερβικά. Και δίπλα σ’ αυτούς οι μεγάλες τραγωδίες της αρχαιότητας –η ίδια θεωρούσε την Ορέστεια ως την καλύτερη μεταφραστική δουλειά της– αλλά και η στενή συνεργασία με Σέρβους σκηνοθέτες που ανέβασαν έργα μεταφρασμένα από την Γκάγκα σε ελληνικές θεατρικές σκηνές (δεν θα ξεχάσω τις παραστάσεις στο Αμόρε), όπου η ίδια συμμετείχε και στη σκηνοθετική δουλειά.Σίγουρα δενθα έβρισκαν καλύτερη συνεργάτιδα από αυτή τη θερμή ελληνίστρια και σπουδαία θεατράνθρωπο ήδη από τη φοιτητική της ζωή (η διδακτορική της διατριβή ήταν «Το αρχαίο ελληνικό θέατρο στη σύγχρονη σκηνή»).
Άνθρωπος με σπάνιο ήθος και εις βάθος παιδεία,σε όλες τις συνεργασίες αλλά και τις φιλίες της είχε ως γνώμονα την πίστη και τη συνέπεια. Γιατί πάνω απ’ όλα η Γκάγκα ήταν ένας άνθρωπος στοχαστικός και θαρρώ αυτό ήταν το κύριο γνώρισμά της, η υποδειγματική ισορροπία ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Νομίζω πως τα τρία αφηγήματά της –θα μπορούσε να μας έχει αφήσει κι άλλα δικά της έργα αν δεν ήταν τόσο αφιερωμένη στη μεταφραστική δουλειάτης–, αυτά τα τρία αφηγήματα τη χαρακτηρίζουν. Αναγνωρίσιμο και στα τρία –ιδιαίτερα στηΜαργαριταρένια Πόλη– αυτό το συναίσθημα που ανάβρυζε μέσα της και ήξερε καλά πώς να το τιθασεύει και να το αναδεικνύει συμβολικά ή αλληγορικά σε πανανθρώπινο μήνυμα σαν τους παλιούς παραμυθάδες.
Στο βιβλίο της Σκάλα στον ουρανό γράφει:
Να ταξιδέψω.Έτσι ξεκινά το ταξίδι. Με μια επιθυμία που γίνεται πράξη. Με μια πράξη που γίνεται συνήθεια. Με μια συνήθεια που γίνεται ανάγκη. Με μια ανάγκη που πολλές φορές γίνεται σκάλα σωτηρίας για να ξεφύγει κανείς από τους φόβους του, τα προσωπικά αδιέξοδα, την κακοδαιμονία των καιρών. Αρκεί ο καθένας να βρει το δικό του σκαλοπάτι.Να ταξιδέψω...
Καλό σου ταξίδι, Γκάγκα, στη μαργαριταρένια πόλη!
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου