Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Δημήτρης Νόλλας: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Δημήτρης Α. Νόλλας γεννήθηκε το 1940 στην Αδριανή Δράμας από γονείς Ηπειρώτες. Η οικογένειά του εκτοπίστηκε από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1943. Σπούδασε στην Αθήνα και τη Φρανκφούρτη νομικά και κοινωνιολογία, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του καθώς η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης, απ' την οποία αντλούσε το εισόδημά του, τον υποχρέωσε να οδηγηθεί αρκετά νωρίς στην βιοπάλη. Έκτοτε έζησε και εργάστηκε για μεγάλα διαστήματα στην πάλαι ποτέ Δ. Ευρώπη (1962-1975). Έγραψε και ραδιοσκηνοθέτησε παιδικές εκπομπές για το ραδιόφωνο και σκηνοθέτησε για την κρατική τηλεόραση ενημερωτικές εκπομπές (1975-97). Δίδαξε τεχνική σεναρίου στο τμήμα επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου (1993-95). Στη δεκαετία του ’80 συνεργάστηκε σε σενάρια κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών με τους σκηνοθέτες Χατζή, Παναγιωτόπουλο, Αγγελόπουλο, Σμαραγδή, Λαμπρινό και Βούλγαρη. Μεταξύ 2004-2007 διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις, με πιο πρόσφατη το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2014.

Με το βιβλίο Το ταξίδι στην Ελλάδα ξεκινήσατε το πρώτο μέρος της τριλογίας με τον τίτλο «Δύσκολοι Καιροί». Σήμερα ή παλαιότερα ήταν δύσκολοι οι καιροί για τους Έλληνες;
Η επί γης ζωή ήταν πάντα δύσκολη. Σήμερα μοιάζουν δυσκολότερα τα πράγματα, καθώς βρεθήκαμε απροετοίμαστοι μπροστά στη χρεοκοπία της κοινωνίας μας. Όποιος αναλογιστεί τα σύννεφα της χρυσόσκονης μέσα στα οποία ζούσαμε ευδαίμονες και αμέριμνοι από τη δεκαετία του ’80 και μετά (δανεικά και διορισμοί στο Δημόσιο, διορισμοί και δανεικά, και χρηματιστήριο που χαρίζει χρήμα) καταλαβαίνει κανείς τους λόγους για τους οποίους, όταν το κακό χτύπησε τη μικρή μας βάρκα, το κοπάδι άρχισε να βελάζει αγανακτισμένο εναντίον της βιαιότητας των κυμάτων.
Στο δεύτερο βιβλίο, Τα μάρμαρα στη μέση, μας μεταφέρετε στη δεκαετία του 1990 στη Γερμανία. Είναι αλήθεια ότι ένας στους τρεις Έλληνες έχει μεταναστεύσει στη Γερμανία;
Δεν γνωρίζω τους αριθμούς. Αυτό που ξέρω είναι πως τη δεκαετία του ’60 με τα πρώτα μεταναστευτικά ρεύματα ερήμωσαν τα χωριά κι αυτοί που μείναν πίσω έμαθαν να ζούνε με εμβάσματα κι όχι με τον ιδρώτα του προσώπου τους.
Ο γκασταρμπάιτερ είναι ο Έλληνας εργάτης που από τη φτώχεια βλέπει τη Γερμανία ως γη της Επαγγελίας. Αλλά οι υποσχέσεις δεν φτάνουν. Τα προβλήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Πώς επιβίωσαν οι Έλληνες μετανάστες;
Ελληνικώ τω τρόπω: εργαζόμενοι σκληρά και προσαρμοζόμενοι στις καινούριες συνθήκες του τόπου στον οποίο κατέφυγαν.
Με το τελευταίο μέρος της τριλογίας, που τιτλοφορείται Ο κήπος στις φλόγες, μας μεταφέρετε στην Αθήνα της κρίσης, όπου οι νεότερες γενιές των Ελλήνων μεταναστών της Γερμανίας θα συναντηθούν με το πολυώνυμο πλήθος των ξένων που έχουν καταλήξει στην Ελλάδα, προσπαθώντας να επιβιώσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Γιατί δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο για τους μετανάστες;
Δεν το γνωρίζω.
Είναι σκληρός τόπος η πατρίδα μας, δεν παραδίνεται εύκολα. Γι’ αυτό όσοι τα καταφέρουν και αντέξουν θα παραμείνουν εδώ και θα στεριώσουν. Θα ’ναι καλοδεχούμενοι, ενώ οι υπόλοιποι θα αναζητήσουν αλλού καταφύγιο. Δόξα τω Θεώ η πλάση είναι μεγάλη.
Ο Μιχάλης που τον φώναζαν Φριτς, ο Ζαχίρ που τον λέγανε Μεμέτη. Γιατί μας αρέσει να κοροϊδεύουμε τους άλλους;
Νομίζω πως είναι μια πρωτόγονη αντιμετώπιση του άλλου: «Εγώ είμαι ο κανόνας κι εσύ το σούργελο, ο διασκεδαστής μου». Πάντως τέτοιες αντιδράσεις συμβαίνουν πάντα τον πρώτο καιρό της συνάντησης με τον άλλον. Κι έτσι ας τις αντιμετωπίζουμε με κατανόηση όπως ασκήσεις αντοχής και προσαρμογής των καινούριων στο νέο τους περιβάλλον. Σκεφτείτε τι άκουσαν και τι τράβηξε η φτωχολογιά των Ελλήνων της Ιωνίας, όταν πρωτόρθανε μετά το ’22 στην Ελλάδα. Είναι σκληρός τόπος η πατρίδα μας, δεν παραδίνεται εύκολα. Γι’ αυτό όσοι τα καταφέρουν και αντέξουν θα παραμείνουν εδώ και θα στεριώσουν. Θα ’ναι καλοδεχούμενοι, ενώ οι υπόλοιποι θα αναζητήσουν αλλού καταφύγιο. Δόξα τω Θεώ η πλάση είναι μεγάλη.
Κι όμως ο Μιχάλης ερωτεύεται, τη Νισσάτ. Ο έρωτας είναι μια λύση και αποδοχή της ετερότητας του άλλου;
Η αγάπη είναι πάντα η λύση, επειδή μπορεί και αποδέχεται το πρόσωπο του άλλου χωρίς υστεροβουλία, καθώς η αγάπη ούτε ζηλεύει, ούτε ξιπάζεται, ούτε χαίρεται με την αδικία. Είναι η αγάπη που σώζει τη ζωή. Εμάς τους ίδιους, δηλαδή.
Το αθηναϊκό τοπίο μοιάζει γκέτο όπου βασιλεύει η απόλυτη στέρηση. Είναι όμως στην πραγματικότητα η ζωή της Αθήνας δοσμένη στο τέλμα της στασιμότητας;
Ακόμη κι αν είναι έτσι όπως το περιγράφετε, υπάρχουν ακόμη κατάφυτοι κήποι διάσπαρτοι μέσα σ’ αυτό το γκέτο των ερημικών πύργων του Εγώ.
Άστεγοι χωρίς καμιά προοπτική και νεαροί που πρώτα βάζουν χέρι στις πατρικές οικονομίες και ύστερα καταπλακώνονται από ενοχές. Μήπως πέρα από το οικονομικό υπάρχει και το ηθικό πρόβλημα;
Έ, όταν δυσκολεύεσαι να διακρίνεις το καλό απ’ το κακό και τα μπερδεύεις, τότε ο πειρασμός είναι μεγάλος να πιστέψεις πως όλα επιτρέπονται. Και κατά συνέπεια τότε, ναι, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα.
Γιατί είναι όλοι εναντίον όλων;
Επειδή φοβούνται να τα βάλουν με τον εαυτό τους. Γιατί έχει πόνο το ένδον σκάψιμο. Η επίθεση όμως κατά πάντων παραγνωρίζει πως αυτός ο τρόπος διαιωνίζει τον πόνο, ο οποίος μπορεί εντέλει να σε αποτελειώσει.
Στο μυθιστόρημα έχετε έναν πολυμελή θίασο ανθρώπων. Ποια είναι η σχέση αυτών των χαρακτήρων με την πραγματικότητα;
Οι χαρακτήρες του Κήπου στις φλόγες έχουν (όχι κάποια, έχουν απόλυτη) σχέση με την επινοημένη πραγματικότητα του μυθιστορήματος που τους φιλοξενεί. Εάν δεν έχουν, είναι ο συγγραφέας που έχει αποτύχει. Οπωσδήποτε καμία σχέση δεν έχουν με την αποτύπωση της «πραγματικότητας», εάν εννοείτε αυτή που μας περιβάλλει.
Το μυθιστόρημά σας μου προκάλεσε ανησυχία. Υπάρχει ελπίδα να αλλάξει κάτι;
Νομίζω πως αν δεν αλλάξουμε στάση ζωής, δεν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει κάτι. Αν συνεχίσουμε να βλέπουμε τον κόσμο σαν να μην καταλαβαίνουμε τι έγινε δίπλα μας από το 1989 και μετά, τότε θα έχετε έναν πραγματικό λόγο να ανησυχείτε, γιατί θα βρισκόμαστε στο κατώφλι της σκοτεινής νύχτας.
Πρέπει ο συγγραφέας να γράφει για την εποχή του;
Υπάρχει κάτι αναλλοίωτο στον πυρήνα της ανθρώπινης κοινωνίας που είναι πάντα παρόν ανεξαρτήτως εποχής, γι’ αυτό ακόμη και για το μέλλον να γράφει κάποιος, ή για τον 15ο αιώνα, είναι για την εποχή του που γράφει. Υπ’ αυτή την έννοια το κοινωνικό «πρέπει» είναι άτοπο και ελέγχεται από τη γραφή, από κάθε τέχνη.
Μέσα σε αυτή την οικονομική κρίση, διαβάζει καθόλου ο Έλληνας;
Η πνευματική τροφή δεν επηρεάζεται από τις οικονομικές κρίσεις. Μπορεί να μειώνονται οι πωλήσεις των βιβλίων, αλλά εκείνοι που διαβάζουν νομίζω δεν εγκαταλείπουν το διάβασμα. Έτσι κι αλλιώς, πάντα λίγοι ήταν οι πιστοί της ανάγνωσης.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία και σας έκανε εντύπωση;
Ξαναδιάβασα την Άβυσσο της Γιουρσενάρ, που δεν έπαψε να με γοητεύει απ’ όταν την πρωτοδιάβασα, εδώ και πολλά χρόνια.
Τι σας έμαθαν οι γονείς σας και το τηρείτε ακόμη;
Δουλειά που δεν ξέρω καλύτερα να μην την κάνω, και να αποφεύγω να δανείζομαι.
Ακραία, συντηρητικά πράγματα, δηλαδή, που μπορούσαν όμως, παρ’ όλ’ αυτά, να συνυπάρχουν με ανοίγματα σε καινοτομίες και νέες σχέσεις που έφερνε η μεταπολεμική εποχή του περασμένου αιώνα. Ήταν αυτή η συνύπαρξη των φαινομενικά αλληλοσυγκρουόμενων μηνυμάτων που με γοήτευε, γι’ αυτό και τα θυμάμαι πάντα, χωρίς να ’χω καταφέρει να τα τηρώ απαρεγκλίτως. Και είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο ανάβω πότε πότε κάνα κερί στη μνήμη «των πατέρων ημών». 
Ο κήπος στις φλόγες Δημήτρης Νόλλας ΊκαροςΟ κήπος στις φλόγεςΔημήτρης Νόλλας
Ίκαρος
160 σελ.
ISBN 978-960-572-157-2
Τιμή: €13,50





Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου