Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

«Η ερασιτεχνία ως αξία» του Μ. Γ. Μερακλή

Σ’ ένα δοκίμιό μου θέλησα να καταξιώσω τη λέξη ερασιτεχνία (ερασιτέχνης), να την απαλλάξω από την απαξίωση, στην οποία πολλοί την έχουν ρίξει.
Ένας έγκριτος διανοούμενος με σπουδές πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων και πρώην στέλεχος του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού, ο Ιωάννης-Ανδρέας Βλάχος, έχει προσφιλή ενασχόλησή του εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια τη μελέτη του Ομήρου. Εξέδωσε το 2005 το βιβλίο Όμηρος και Λέσβος: Πρώτο Μέρος: Καλυψώ(Ίνδικτος), και πριν λίγους μήνες είδε το φως της δημοσιότητας το δεύτερο μέρος, Όμηρος και Λέσβος: Βρισηίδα και Χρυσηίδα. Αναζητώντας στην Λέσβο την ομηρική Χρύση (Καρδαμίτσας). Στο εξώφυλλο του βιβλίου προστίθεται ακόμη στον υπότιτλο: Δοκίμιο ομηρικής γεωγραφίας.
Στον τόμο αυτό υπάρχει η αφιέρωση: «Στην μνήμη του πατέρα μου, Γεωργίου Κ. Βλάχου (1912-1996), ερασιτέχνη, όπως κι εγώ, ομηριστή». Ο πατέρας του, πολύ γνωστός στην ακαδημαϊκή κοινότητα, καθηγητής της πολιτικής επιστήμης και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, είχε εκδώσει στη γαλλική γλώσσα το έργο Ομηρικές Πολιτικές Κοινωνίες (1974, ελληνική έκδοση Μ.Ι.Ε.Τ. 1980), απ’ το οποίο είχα αντλήσει πολύτιμες γνώσεις και σκέψεις για τον Όμηρο.
Και ο Ιωάννης-Ανδρέας Βλάχος έχει μιαν εντυπωσιακή γνώση των δύο επών, θα έλεγα απαράμιλλη. Στηριγμένος σ’ αυτή τη γνώση και την ομηρική βιβλιογραφία, τολμά να προχωρεί και σε ζητήματα, που δεν έχουν ακόμα προσεχθεί και ερμηνευθεί ή επιδέχονται και άλλην ερμηνεία.
Πάντως δεν προβάλλει αξιωματικά τις προτάσεις του. Αφήνει τον αναγνώστη να φτάσει μόνος του στην αποδοχή των απόψεών του.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του στρέφεται, όπως και στον πρώτο τόμο, στη Λέσβο. Και ενδέχεται κάποιος να καταλήξει στο σημείο να δεχθεί –κάτι που πουθενά δεν το υποστηρίζει ο συγγραφέας, ο οποίος περιορίζεται στο να δείξει πως ο ποιητής γνώριζε από πολύ κοντά το νησί αυτό του βορειοανατολικού Αιγαίου–, ότι ο Όμηρος πιθανώς να ’χε πατρίδα του το νησί αυτό. Και είναι γεγονός ότι υπάρχουν τοπωνυμικά, γεωγραφικά καθώς και άλλα στοιχεία που το επιβεβαιώνουν, όπως, για παράδειγμα, το ότι στη Λέσβο γίνονταν τα περίφημα «καλλιστεία», στα οποία αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς ο Όμηρος όταν μιλάει για την ασυναγώνιστη ομορφιά των Λεσβίδων γυναικών, και που ο συγγραφέας τα συσχετίζει επίσης με την «Πάριδος κρίσιν», με την οποία άρχιζε ο Τρωικός πόλεμος. Η Βρισηίδα και η Χρυσηίδα, κύρια πρόσωπα σε μια δεδομένη κρίσιμη περίσταση του έπους, είναι Λεσβίδες, όπως αποδεικνύει και πάλι η εξονυχιστική έρευνα του Ιωάννη-Ανδρέα Βλάχου. Τα ονόματά τους τα θεωρεί τοπωνυμικά, τα έπλασε ο Όμηρος κατ’ αναλογίαν προς τις δυο πόλεις.
Η Βρισηίδα, όπως είχε υποστηριχθεί αυτό ήδη από τον Wilamowitz και υιοθετηθεί από τους περισσότερους ομηριστές (ανάμεσά τους και ο Ι. Θ. Κακριδής) πλάσθηκε κατ’ αναλογίαν προς τη Βρίσα (το όνομα παραμένει ως σήμερα αναλλοίωτο), στη νότια ακτή της Λέσβου, και λατρεύονταν εκεί ο Βρισαίος Διόνυσος. Πόλη με το όνομα Χρύση αναφέρεται από τον Όμηρο στην Τρωάδα (για τη Βρισηίδα δεν αναφέρει τίποτα), αλλά ο συγγραφέας επισημαίνει ένα παραπλήσιο τοπωνύμιο στη Λέσβο, την παραλία «Χρούσος», η οποία μάλιστα βρίσκεται από τη μία πλευρά της εισόδου του κόλπου της καλλονής, ενώ στην απέναντι πλευρά βρισκόταν η αρχαία Βρίσα. Στη Χρύση λατρευόταν ο Απόλλων Σμινθεύς, ιερέας του ήταν ο πατέρας της Χρυσηίδος, ο Χρύσης. Σκέπτομαι: κι εδώ λοιπόν βρίσκουμε τη διαλεκτική που διέπει τη σκέψη και την ίδια τη ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι «οι δυο αυτές αιχμάλωτες των Αχαιών αποτελούν την προσωποποίηση καθεμιάς από τις δυο αυτές, υπαρκτές πόλεις της Λέσβου, έδρα η καθεμιά μιας ανταγωνιστικής προς την άλλη λατρείας». Μίλησα κι εγώ για διαλεκτική. Η οποία προϋποθέτει ενυπάρχουσα σύγκρουση αντίθετων δυνάμεων, που καταλήγει (όχι πάντοτε) στην ένωσή τους.
Λέσβιοι πάντως, παραδόξως, δεν συμμετέχουν στον μακρότατο πόλεμο, στον οποίο έχουν συρρεύσει πολεμιστές από πολλούς και διάφορους τόπους. Το γιατί, το εξηγεί ο συγγραφέας με πρωτόλεκτα, αλλά πειστικά, επιχειρήματα.
Με εντυπωσίασε και κάτι άλλο, μια προσφυής παρατήρησή του, η οποία μάλιστα μ’ έκανε να σκεφθώ κάτι ανάλογο, το σαιξπηρικό (αμλετικό) σχήμα του «θεάτρου του θεάτρου». Στην Ιλιάδα υπάρχει κάτι ανάλογο, όπως το παρουσιάζει ο συγγραφέας. O Όμηρος αξιοποιεί, και εντάσσει στο επικό ποίημα, έναν μύθο παρόμοιο με αυτόν της Ελένης, ως αιτίας του Τρωικού Πολέμου. Με τον εμβόλιμο αυτόν μύθο η σύγκρουση ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα προκύπτει, ας το πούμε έτσι, μια «μικρή Ιλιάδα»: «όπως και η Ελένη, η Βρισηίδα και η Χρυσηίδα είναι τόσο όμορφες, ώστε η αρπαγή τους θα προκαλέσει ανάμεσα στους πιο σημαντικούς ηγέτες του αχαιϊκού στρατοπέδου μιαν έριδα που θα έχει δραματικές αλυσιδωτές συνέπειες, επηρεάζοντας καταλυτικά την εξέλιξη ενός πολέμου που, στην παράδοση που αξιοποιεί ο Όμηρος, γενεσιουργός αιτία του ήταν μια Ωραία Ελένη που, στη δική του αφήγηση, υποκαθίσταται από τις δυο αυτές πανέμορφες αιχμάλωτες». Το ζεύγος των ηρωίδων αυτών λειτουργεί ως «ισοδύναμο της μυθικής ωραίας Ελένης – ως οι δυο όψεις, θα έλεγα, του ιδίου νομίσματος». Πόλεμος, λοιπόν, εν πολέμω…
Στο τέλος των «Τελικών παρατηρήσεων και συμπερασμάτων» διαβάζω ότι «πεδίον δόξης λαμπρό ανοίγεται για μια περαιτέρω διερεύνηση του θρησκειολογικού και κατ’ επέκταση γενικότερου ιστορικού υπόβαθρου των ομηρικών επών αλλά και για μιαν εν τέλει ριζική αναθεώρηση των καθιερωμένων αντιλήψεων αναφορικά με την ίδια την φύση τους». Όποιος διαβάσει το βιβλίο αυτό, θα σκεφθεί πως αυτό που λέει ο συγγραφέας δεν είναι υπερβολικό.
Έγραφα στο δοκίμιό μου περί «ερασιτεχνίας»: «ο γιατρός, ο δικηγόρος, ο εκπαιδευτικός, ο θετικός επιστήμονας, ο διανοούμενος εν γένει, ο υπάλληλος, ο εργάτης, ο οποιοσδήποτε που ασχολείται με τη συλλογή παλαιών ή εξειδικευμένων αντικειμένων, με την κατασκευή, με μιαν από τις καλές τέχνες, με την ιστορία ή κάποιαν άλλην επιστήμη, εκτός της προσωπικής βαθιάς ικανοποίησης που βιώνουν, αποτελούν και παραδείγματα μιας humanitas που, φαίνεται, δεν σβήνει».
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου