Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

«Συγγενή πνεύματα: Ντοστογιέφσκι και Νίτσε» της Ελένης Λαδιά

Στο βιβλίο του Φρειδερίκος Νίτσε ο Ντανιέλ Αλεβύ αναφέρει τη συνάντηση των δύο συγγραφέων [1]. Βεβαίως ήταν συνάντηση τυχαία και νοητή, διότι το 1887 ο Νίτσε ήταν σαράντα τριών ετών και ο Ντοστογιέφσκι έξι έτη νεκρός. Κατά τον Αλεβύ ο Νίτσε γράφει στον φίλο του Πέτερ Γκαστ τα εξής γι’ αυτήν τη μοιραία συνάντηση: «Ένα βιβλίο με άγνωστο τίτλο, με άγνωστο όνομα συγγραφέα, ανοιγμένο στην τύχη πάνω σ’ ένα εκθετήριο βιβλιοπωλείου – και το ένστικτο μιλά ξαφνικά: ένας από τους κοντινούς σου βρίσκεται εδώ».
Το βιβλίο έφερε τον τίτλο Το υποχθόνιο πνεύμα, αναφέρει ο Αλεβύ. Είναι όμως λάθος, διότι κανένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι δεν είχε αυτόν τον τίτλο. Επίσης αναφέρει και το όνομα του ήρωος στο βιβλίο: λέγεται Ορντίνοφ. Κι αυτό λάθος. Εδώ πρόκειται για μια παρανόηση κατά την πρώτη μετάφραση του Ντοστογιέφσκι στα Γαλλικά, κι αυτό αποδεικνύεται και στην μετάφραση του Υπογείου από τον Γιώργο Σημηριώτη από τα Γαλλικά. Στον πρόλογό του αναφέρει κι αυτός το όνομα του Ορντίνοφ και το συνδέει με το Υπόγειο. Πολλές νουβέλες του Ντοστογιέφσκι κυκλοφόρησαν με λανθασμένους τίτλους στην γλώσσα μας, όπως ηΣπιτονοικοκυρά ως Υποχθόνιο πνεύμα, η Μειλίχια ως Αδύναμη καρδιά, κ.ά. Τώρα οι σημερινές εκδόσεις του ντοστογιεφσκικού έργου φέρουν τους αληθινούς τίτλους από τα Ρωσικά.
Το έργο που αναφέρει ο Αλεβύ είναι βεβαίως το Υπόγειο, του οποίου ο ήρωας είναι ανώνυμος, ενώ ο Ορντίνοφ είναι το κύριο πρόσωπο της Σπιτονοικοκυράς.
«Δυο μέρη» γράφει ο Νίτσε στον Πέτερ Γκαστ «υπάρχουν στο βιβλίο. Το πρώτο ένα διήγημα, κάτι σαν άγνωστη μουσική. Το δεύτερο μια μεγαλοφυής τομή, ένας άθλος ψυχολόγου. Ένας φοβερά σκληρός σαρκασμός, χαραγμένος με μια τόλμη γεμάτη ελαφράδα. Είμαι καταγοητευμένος».
Στο βιβλίο του Ρόναλντ Χάιμαν2 Η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας δεν δίνονται πολλές λεπτομέρειες γι’ αυτήν τη γνωριμία, αλλά το όνομα του βιβλίου είναι σωστό. Όντως το 1887 ο Νίτσε ανεκάλυψε τυχαίως σε ένα βιβλιοπωλείο το Υπόγειο. Ο Χάιμαν αναφέρει επίσης πως ο φιλόσοφος δεν διάβασε τους Αδελφούς Καραμάζοφ, αλλά εκτός από το Υπόγειο γνώριζε τις Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων και τουςΤαπεινούς και καταφρονεμένους.
Τι ήταν όμως αυτό που καταγοήτευσε τον Νίτσε στο Υπόγειο και γιατί υπήρξαν συγγενή πνεύματα, όπως ομολογεί ο ίδιος; Οι εξωτερικές τους ζωές ήταν ανόμοιες: ο Ντοστογιέφσκι ταξίδευε συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, ενώ ο Νίτσε οδοιπορούσε ολομόναχος μέσα στα δάση και ζούσε σε ένα δωμάτιο στις πόλεις που επισκεπτόταν. Ο Ρώσος πέθανε στα χέρια της αγαπημένης του οικογένειας (60 ετών) ενώ ο Γερμανός στα σκοτάδια της παραφροσύνης του (55). Όμως οι εξωτερικές ζωές φαίνεται πως είναι απλώς το περίβλημα, το όστρακο που κρύβει ένα ίδιο ή σχεδόν ίδιο πνευματικό περιεχόμενο. Ο ήρωας του Υπογείουαυτοεξευτελισμένος ομολογεί πως δεν μπόρεσε να γίνει τίποτα στην ζωή του, ούτε καν ένα έντομο, αλλά οι φωνές από τα πολύπτυχα προσωπεία του Νίτσε κραυγάζουν δύναμη και νόηση σε βαθμό αλαζονείας.
Στα σημεία που άπτονται τα δύο πνεύματα είναι η αίσθηση της μοναδικότητας: «είμαι ο ένας και αυτοί είναι η ολότητα» [3] κραύγαζε από το βάθος του υπογείου ο ανώνυμος ήρωας, και ο Νίτσε το γνώριζε πολύ καλά αυτό. Απασχολούν και τους δύο τα προβλήματα της συνείδησης και της αυτογνωσίας, ιδωμένα από κοινή σκοπιά. Εναντιώνονται και οι δύο στο «ευκλείδειο πνεύμα», όπως χαρακτηριστικά προσδιόριζε ο Μπερντάγιεφ τη λογική της ολότητας, τη σαρκάζουν με αφορισμούς και περιφρονούν αμφότεροι τα αξιώματά της, μολονότι αυτή η άρνηση γίνεται τελικώς παραδοχή κάποιου άλλου αξιώματος. Έχουν και οι δύο ψυχολογική σκέψη: δεν σκέφτονται ούτε λογικά ούτε συναισθηματικά, σκέφτονται ψυχολογικά. Αυτή η ψυχολογική σκέψη είναι ένα κράμα ψυχής και μυαλού, που αρνείται τα παραδεκτά από την ολότητα αξιώματα, που εφευρίσκει δικά της αλλά η διάθεση να τα αμφισβητήσει αμέσως τα αποδεικνύει γερά σαν χάρτινους πύργους. Στο υπόγειο του Ντοστογιέφσκι και στο σπήλαιο του Νίτσε καταργούνται οι παλιές αξίες, και οι ίδιοι γίνονται οι περιφρονητές των παλαιών αξιών και οι κήρυκες των νέων.
Το δραματικό όμως είναι πως ενώ για τον Ντοστογιέσκι όλα αυτά ήταν σκέψεις των ηρώων του, αφού ο ίδιος ήταν σταθερά περιφρουρημένος από την πίστη του στον ορθόδοξο χριστιανισμό και στον σωβινισμό του, στον Νίτσε οι βιωμένες ιδέες του πυρπόλησαν το είναι του και τον έκαψαν.
Το θέμα του Ενός και της ολότητας στον Ντοστογιέφσκι και στον Νίτσε μας απασχόλησε και παλαιότερα [4]. Ο Ρασκόλνικοφ από το Έγκλημα και τιμωρία διαιρεί τους ανθρώπους σε κοινούς και εξαιρετικούς. Οι εξαιρετικοί έχουν το χάρισμα ή το ταλέντο να φέρουν κάτι νέο στο περιβάλλον τους, ενώ οι κοινοί άνθρωποι είναι γεννημένοι για τη συντήρηση, την πειθαρχία και την υπακοή. Οι εκλεκτοί παραβαίνουν τον νόμο, μπορούν ακόμη και να εγκληματίζουν για το καλό της ανθρωπότητας. Η κατηγορία των κοινών ανθρώπων είναι πάντοτε κυρίαρχη του παρόντος, ενώ η κατηγορία των εκλεκτών του μέλλοντος. Σε αυτούς όλα επιτρέπονται. Κι ο ήρως του Υπογείου επίσης ζητά να θέσει σε εφαρμογή τη διάκριση φύσης και νόμου. Ο Νίτσε στα έργα του διαχωρίζει την ηθική κυρίων και δούλων και ευαγγελίζεται τον Υπεράνθρωπό του. «Με τους ιεροκήρυκες αυτούς της ισότητας δεν θέλω να με ανακατεύουν και να με συγχέουν: γιατί έτσι μιλεί σε μένα η διακαιοσύνη: οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι». διακηρύττει ο Ζαρατούστρα του.
Σχετικά με το θέμα του Ενός και της ολότητας πρότυπο και για τους δύο συγγραφείς αποτελεί ο Έλληνας, ο πλατωνικός Καλλικλής. Ποιος ήταν όμως ο Καλλικλής, ο αντίπαλος συνομιλητής του Σωκράτους, ο οποίος εμφανίζεται στον διάλογο Γοργίας; Ήταν όντως κάποιο υπαρκτό –όπως αναφέρεται από τους μελετητές– πρόσωπο, καταγόμενο από τις Αχαρνές, που ζητούσε να πολιτευθεί; Εμείς θεωρούμε πως ο Καλλικλής ήταν ίσως το alter ego του Πλάτωνος, η δαιμονική πλευρά, όπως ήταν και ο σκοτεινός Σωκράτης της Πολιτείας, καθώς και ο Θρασύμαχος, ο εκπρόσωπος της «νέας ηθικής» στο ίδιο έργο, αυτός που θεωρούσε ολόκληρη την ηθική μια σύμβαση.
Στο σημείο όμως όπου η εκλεκτική αυτή συγγένεια αποκαλύπτεται διθυραμβικά είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν το θέμα του Θεού η καλύτερα τον θάνατό του.
Στο έργο Αδελφοί Καραμάζοφ ο διανοητικός αλλά ψυχασθενικός Ιβάν βλέπει και ακούει τον Διάβολο να του μιλά για τον θάνατο του Θεού και τα μετέπειτα οφέλη της ανθρωπότητας. Αυτός ο διάβολος που ενσαρκώνει τη σκοτεινή πλευρά του Ιβάν είναι ένας κανονικός άνθρωπος, ένας «γνωστής ποιότητας Ρώσος τζέντλεμαν, καμιά πενηνταριά χρονώ». Το ντύσιμό του επίσης δεν είχε κάτι το εξαιρετικό. Όλος ο διάλογος μεταξύ διαβόλου και Ιβάν αρχικώς άπτεται καθημερινών θεμάτων. Ο άρρωστος Ιβάν προσπαθεί να πείσει τον διαβολικό επισκέπτη του πως δεν είναι αληθινή ύπαρξη αλλά ένα φάντασμα, ένα ψέμα, μια φαντασία. Τα λόγια του Διαβόλου προϋπήρχαν ήδη στην σκέψη του Ιβάν, ο οποίος τον ψέγει πως του τα κλέβει. Αυτός ο φτωχός πλην τίμιος διάβολος, όπως τον περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι, διαμαρτύρεται για την οντότητά του, και προκαλεί τον Ιβάν λέγοντάς του: «Στην πραγματικότητα θυμώνεις μαζί μου για το ότι δεν παρουσιάστηκα μπροστά σου μέσα σε κόκκινη άλω, βροντοφωνώντας κι αστράφτοντας με καψαλισμένα φτερά, αλλά εμφανίστηκα μ’ αυτή τη σεμνή μορφή. Νιώθεις ότι έχουν πληγεί, πρώτον, το αισθητικό σου κριτήριο, και δεύτερον, η υπερηφάνειά σου: πως δηλαδή, έναν τόσο μεγάλο άντρα τόλμησε να τον επισκεφτεί ένας τόσο χυδαίος διάβολος» [5].
Η λεκτική διαμάχη μεταξύ διαβόλου και Ιβάν φθάνει στο αποκορύφωμα, όταν ο πρώτος προτείνει ένα εξωφρενικό σχέδιο: δεν χρειάζεται, είπε ειρωνικά, υπαινισσόμενος μια παλαιότερη σκέψη του Ιβάν, να τα καταστρέψετε όλα και να αρχίσετε από την ανθρωποφαγία. Χρειάζεται μόνον να καταστρέψετε στην ανθρωπότητα την ιδέα του Θεού. Όταν ολόκληρη η ανθρωπότητα αρνηθεί τον Θεό, τότε θα τελειώσει όλη η προηγούμενη κοσμοαντίληψη, η προηγούμενη ηθική, και θα ’ρθεί το καινούργιο. Τότε θα προκύψει ο άνθρωπος-θεός. Φυσικά, συμπληρώνει πάντοτε υπονοώντας τον Ιβάν, ο νεαρός στοχαστής μου σκεφτόταν αν μπορεί να έρθει μια τέτοια εποχή. Αν φτάσει, όλα θα είναι καλά. Αν όμως λόγω της ανθρώπινης βλακείας δεν θα γίνει ούτε σε χίλια χρόνια, τότε όποιος συνειδητοποιεί από τώρα αυτήν την αλήθεια, θα γίνει ανθρωποθεός και σε αυτόν όλα θα επιτρέπονται.
Όπως ο Ντοστογιέφσκι βάζει στο στόμα του Διαβόλου τα λόγια για τον θάνατο του Θεού, έτσι και ο Νίτσε διαλέγει γι’ αυτό τον ασχημότερο των ανθρώπων. Περιπλανώμενος ο Ζαρατούστρα στα όρη και τα δάση, φθάνει σε μια στροφή του δρόμου στο βασίλειο του θανάτου. Εκεί υπήρχαν μαύροι και κόκκινοι βράχοι. Δεν φύτρωνε χορτάρι, ούτε δένδρο κι έλειπε το κελάηδημα του πουλιού. Στο φαράγγι που τρόμαζαν ακόμη και τα άγρια θηρία, υπήρχαν μόνον φίδια χοντρά, πράσινα και φριχτά, όπου πήγαιναν για να πεθάνουν. Ο Ζαρατούστρα είχε την αίσθηση πως ξαναπήγε σε αυτό το φαράγγι, όταν άκουσε μια ανθρώπινη φωνή να του λέει: «Ζαρατούστρα, Ζαρατούστρα! Λύσε το αίνιγμά μου! Μίλα! Μίλα! Ποιά είναι η εκδίκηση εναντίον του μάρτυρα;» [6].
Στην αρχή ο Ζαρατούστρα, κυριευμένος από τον οίκτο, έπεσε σαν ξυλοκοπημένη δρυς. Σηκώθηκε όμως γρήγορα, το πρόσωπό του σκλήρυνε και απάντησε: σε αναγνωρίζω τελειως. Είσαι ο δολοφόνος του Θεού.
Ο ασχημότερος των ανθρώπων απεκάλυψε την αλήθεια: ναι, σκότωσε τον Θεό, γιατί δεν ήθελε να υπάρχει ο μάρτυρας, αυτός που έβλεπε τις αβύσσους της ανθρώπινης ψυχής, τις ντροπές και τις ασχήμιες. «Έπρεπε πια να πεθάνει ο υπερπερίεργος αυτός, ο υπεραδιάκριτος, ο υπερπονόψυχος!»
Μετά τον θάνατο του Θεού ο Νίτσε ευαγγελίζεται, κυρίως μέσα από τον Ζαρατούστρα, τον υπεράνθρωπο, όπως ο Ντοστογιέφσκι μέσα από τον διάβολο τον ανθρωποθεό.
Στη Χαρούμενη επιστήμη, ο Νίτσε με ένα σπαρακτικό απόσπασμα περιγράφει το κενό και τη θλίψη για τον θάνατο του Θεού. Εδώ δεν είναι ο ασχημότερος των ανθρώπων αλλά ένας τρελός που ψάχνει με το φανάρι του το καταμεσήμερο για τον Θεό, ρωτώντας τους συναγμένους ανθρώπους στην πλατεία. Εκείνοι τον σαρκάζουν και τον ειρωνεύονται, μέχρι που ο τρελός τους φώναξε κατάμουτρα πως εμείς όλοι σκοτώσαμε τον Θεό, είμαστε οι δολοφόνοι του. Κι ύστερα αρχίζει μια σειρά πικρών ερωτήσεων: πώς μπορέσαμε να αδειάσουμε τη θάλασσα, πώς σβήσαμε τον ορίζοντα και σπάσαμε την αλυσίδα που έδενε τον ήλιο με τη γη; Πού πάμε, πώς πέφτουμε συνεχώς και περιπλανιόμαστε σε ένα άπειρο χάος και νιώθουμε στο πρόσωπό μας την πνοή του κενού; Πέθανε ο Θεός και πώς θα παρηγορηθούμε εμείς, οι πιο φονιάδες από τους φονιάδες; «Κάτω από το μαχαίρι μας, μάτωσε ό,τι πιο ιερό και πιο δυνατό είχε ποτές του ο κόσμος...» Στο τέλος ο τρελός αναρωτιέται αν πρέπει ύστερα από τον θάνατο του Θεού, να γίνουμε εμείς θεοί, για να φανούμε αντάξιοι της πράξης μας [7].
Στον Ντοστογιέφσκι ο θάνατος του Θεού ήταν μια ιδέα του ήρωά του Ιβάν, μια ιδέα που δεν σημάδεψε τη ζωή του συγγραφέως· στον Νίτσε αντιθέτως η ιδέα του νεκρού Θεού έγινε βίωμα κι έζησε ο φιλόσοφος όλη του τη ζωή με το βάρος αυτής της ιδέας. Βεβαίως ο συγγραφεύς υφίσταται πάντα το φορτίο και τον πόνο αυτού που περιγράφει, αλλά είναι πολύ διαφορετικό να κυριεύει μια τέτοια συγκλονιστική ιδέα τη ζωή του ανθρώπου. Εδώ δεν πρόκειται για τον αρνητή του Θεού, για τον απ’ αρχής άθεο, αλλά για ένα πιστό πνεύμα που δολοφονεί τον Θεό για να ενισχύσει τη δύναμη της ανθρωπότητας, και που γνωρίζει τις συνέπειες αυτής της τρομερής δολοφονίας.
Πολλά κοινά μεταξύ των δύο πνευμάτων, ακόμη και σε δευτερεύοντα θέματα. Θα τονίσουμε όμως πως και για τους δύο είχε ο πόνος έναν παιδευτικό χαρακτήρα, που μπορεί να μην μας κάνει καλύτερους αλλά οπωσδήποτε βαθύτερους.
Η διαφορά του συγγραφέως που δίνει στους ήρωές του τις πιο παράτολμες ιδέες με τον φιλόσοφο, και ιδιαιτέρως τον Νίτσε που υφίσταται και βιώνει τις ιδέες του, φανερώνεται με ανάγλυφο τρόπο στα «άλογα των συγγραφέων»[8]. Ο Ρασκόλνικοφ ονειρεύεται τον εαυτό του παιδί να παρακολουθεί τον άγριο ξυλοδαρμό των μεθυσμένων σε ένα σκελετωμένο αλογάκι, μέχρι να το σκοτώσουν. Το παιδί κλαίει, αγκαλιάζει τη ματωμένη μουσούδα του ζώου και το φιλεί στα μάτια και στα χείλη. Όλα συμβαίνουν μέσα στο όνειρο του ντοστογιεφσκικού ήρωα. Στο όναρ.
Στο Τορίνο όμως της πραγματικότητας διαδραματίζεται μια άλλη σκηνή, που περιγράφει ο Ντανιέλ Αλεβύ. Ο Νίτσε βγαίνοντας από το σπίτι είδε έναν καροτσέρη να δέρνει το άλογό του. Τότε αγανακτισμένος ρίχτηκε ανάμεσα στον άνθρωπο και στο ζώο, που αγκαλιάζοντάς το του φιλούσε τα ρουθούνια και απαγόρευε να το αγγίξουν. Ύστερα πέφτοντας σε εγκεφαλικό παραλήρημα, σωριάστηκε στο πλακόστρωτο. Στο ύπαρ (πραγματικότητα).
Όναρ στον Ντοστογιέφσκι, ύπαρ στον Νίτσε. Να και μία διαφορά!

Σημειώσεις
[1] Ντανιέλ Αλεβύ, Φρειδερίκος Νίτσε, μτφρ. Άρης Δικταίος, εκδόσεις Λογοτεχνική [χ.χ.]
[2] Ρόναλντ Χάιμαν, Φρειδερίκος Νίτσε η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας, μτφρ. Μαρία Αναγνώστου, εκδόσεις Νεφέλη 2005
[3] Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Σημειώσεις από το Υπόγειο, μτφρ. Ελένη Λαδιά - Τατιάνα Ντίκο, εκδόσεις Αρμός 2003
[4] Ελένη Λαδιά, Το ποικιλόγραφο βιβλίο: άρθρα-ομιλίες-δοκίμια, 1972-2012, εκδόσεις Αρμός, β΄ έκδ. 2016
[5] Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμάζοφ, μτρφ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδόσεις Ίνδικτος 2011
[6] Φρειδερίκος Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρα, μτφρ. Νίκος Καζαντζάκης, εκδόσεις Φέξη 1965
[7] Φρειδερίκος Νίτσε, Χαρούμενη επιστήμη, μτφρ. Μίνα Ζωγράφου, εκδόσεις Δαρεμά 1961
[8] Ελένη Λαδιά, Τα άλογα των συγγραφέων: μικρά δοκίμια, εκδόσεις Εστία 2016
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr
Κατηγορία: ΑΡΘΡΑ
κείμενο: Ελένη Λαδιά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου