Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Κώστας Βρεττάκος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Χρόνια είχα να διαβάσω ένα τόσο συναρπαστικό βιβλίο όπως το δικό σας. Είναι φανερό πως χρησιμοποιείτε το πρόσωπο της μητέρας σας Πιπίτσας ως πρόσχημα για να αφηγηθείτε μια ιστορία που ξεπερνάει τα όρια του χρονικού. Μέσα από την περιπέτεια της οικογένειάς σας καταγράφετε περιληπτικά την ιστορία ενός αιώνα.
Ο χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείτε με αφοπλίζει. Φοβάμαι πως οποιαδήποτε δική μου ερμηνεία θα είναι κατώτερη των εκτιμήσεών σας. Οι Ασκήσεις περιέργειας είναι ασκήσεις μνήμης και φυσικά υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, χωρίς να υπάρχει η διάθεση δημιουργίας ενός απλού χρονικού. Τα πρόσωπα είναι φτιαγμένα από στοιχεία της πραγματικότητας, αλλά όχι μόνο. Αυτό επιτρέπει να ολοκληρώνονται πράξεις που η ζωή εμπόδισε ή αποσιώπησε. Εκεί, ίσως, ο αναγνώστης αναγνωρίζει τον εαυτό του. Ανάλογες καταστάσεις έχει βιώσει άμεσα ή έμμεσα και ο ίδιος.
Ο πατέρας σας, που παρουσιάζεται με το όνομα Λυκούργος, συμμετείχε ενεργά στην εθνική Αντίσταση, διατήρησε ακέραιες τις ιδεολογικές του απόψεις, και μετά την Απελευθέρωση δεν υπέκυψε στο αρνητικό μετεμφυλιακό κλίμα που ακολούθησε. Διώχθηκε τόσο αυτός όσο και η μητέρα σας Πιπίτσα, χάνοντας τη δουλειά του και διακινδυνεύοντας ακόμα και τη ζωή του. Νομίζετε πως θα μπορούσε σήμερα να αναβιώσει το αδιαπραγμάτευτο ηρωικό πνεύμα εκείνης της εποχής;
Το σθένος και η αυταπάρνηση ήταν χαρακτηριστικά γνωρίσματα εκείνης της γενιάς που είχε ζήσει πολέμους, πείνα, τη μεταπολεμική φτώχεια. Όχι της σημερινής που θεωρεί αυτονόητη τη διαρκή βελτίωση της ζωής της. Θέλει αρετή και τόλμη για να υπηρετήσεις σήμερα με συνέπεια τις ιδέες σου. Η ιδεολογία είναι, πολύ συχνά, ένα πρόσχημα για την καλλιέργεια ενός επικίνδυνου λαϊκισμού που παριστάνει πως προστατεύει, ενώ στην πραγματικότητα υπονομεύει το συμφέρον της χώρας και των πολλών. Δυστυχώς εκείνο που βλέπω να αναβιώνει και να ανασύρεται αδιάκοπα είναι ένα περίεργο εμφυλιοπολεμικό κλίμα που θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια και, με θλίβει που το λέω, αλλά είναι ίδιο, αυτούσιο, σαν τα πρόσωπα που εναλλάσσονται στην εξουσία να μην μπήκαν στον κόπο να πληροφορηθούν σε ποιον αιώνα ζούμε. Η πολιτική, κι όχι μόνον η ντόπια, αν και διαπρέπουμε κι εκεί, δεν είναι μόνον υποκριτική, κυνική, αυτοεξυπηρετούμενη, αλλά και άσχημη, και μη σας κάνει εντύπωση η λέξη. «Η αισθητική είναι και ηθική» έλεγε ο Γκοντάρ, αν δεν κάνω λάθος. Είναι άσχημη γιατί είναι αήθης: αυτά τα δυο επίθετα μας απειλούν με εθισμό δημιουργώντας το απίστευτο πολιτικό κιτς το οποίο ζούμε. Η διάσωση κάθε είδους πολιτισμού επαφίεται στον πατριωτισμό κάποιων, ολίγων Ελλήνων.
Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα απλώς να λένε ότι, αυτά που έγραφε, μαζεμένος στο τραπέζι της κουζίνας, ήταν ποιήματα. Έτσι τα έλεγαν. Στην τυπική ερώτηση του δασκάλου τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου, απαντούσα αμήχανα: ποιητής είναι. Αυτό ήξερα. Και οι συμμαθητές μου γελούσανε. Τι επάγγελμα ήταν αυτό;  
Αν σκεφτεί κανείς ότι οι γονείς σας δεν άφησαν κάποια συγκεκριμένη έγγραφη μαρτυρία για εκείνη την εποχή, το βιβλίο σας θα μπορούσε να βοηθήσει τους αναγνώστες να μάθουν και κάποιες άγνωστες πτυχές της ζωής τους.
Γράφοντας το βιβλίο αυτό, δεν είχα σκεφτεί τη διάσταση της περιέργειας των αναγνωστών και των ερευνητών για τα πρόσωπα που περνάνε στην αντίπερα όχθη της Ιστορίας. Όλες εκείνες τις λεπτομέρειες της ζωής των επωνύμων προσώπων που συνήθως παραλείπονται ή αποκρύπτονται, στρογγυλεύοντας ή συσκοτίζοντας τελικά την εικόνα τους. Ο πατέρας μου στο αυτοβιογραφικό χρονικό Οδύνη, που καλύπτει ένα σημαντικό μέρος του βίου του, φρόντισε να κρατήσει για τον εαυτό του τον ρόλο του διακριτικού παρατηρητή. Αποφεύγει να γίνει απλός απολογητής της δικής του καθημερινότητας.
Στο βιβλίο σας μου έκανε μεγάλη εντύπωση η δύναμη και αποφασιστικότητα που είχε η μητέρα σας. Η διάσταση δεν μου φαίνεται μυθιστορηματική. Από πού άραγε την αντλούσε;
Κώστας Βρεττάκος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ασκήσεις περιέργειας. Κώστας Βρεττάκος. Ποταμός
328 σελ. ISBN 978-960-545-067-0 Τιμή: €13,00
Στις Ασκήσεις περιέργειας, αφηγήθηκα εγώ για λογαριασμό της όσα εκείνα θεώρησε απαραίτητο να παραλείψει ή να κρατήσει στο ημίφως της ζωής της. Πολλές φορές η δύναμη της απόλυτης απελπισίας, με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπη, στη διάρκεια της ζωής της, έγινε πηγή ανεξάντλητης ενέργειας. Με τη συμπεριφορά της κατάφερε να καταργήσει τη σοβαρή αναπηρία της, και ως Ευμαία, που ήταν το νεανικό της ψευδώνυμό, κράτησε όρθια την οικογένειά της, κάτω από τρομακτικά αντίξοες συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο ότι ποτέ κανείς δεν θέλησε να αναφερθεί στην αναπηρία της.
Πώς είναι το να μεγαλώνεις στο σπίτι ενός μεγάλου ποιητή; Τι κερδίσατε σε όλο αυτό το διάστημα που ζήσατε κοντά στον πατέρα σας;
Το «μεγάλος ποιητής» είναι ένας χαρακτηρισμός που αποδόθηκε στον Νικηφόρο εκ των υστέρων. Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα απλώς να λένε ότι, αυτά που έγραφε, μαζεμένος στο τραπέζι της κουζίνας, ήταν ποιήματα. Έτσι τα έλεγαν. Στην τυπική ερώτηση του δασκάλου τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου, απαντούσα αμήχανα: ποιητής είναι. Αυτό ήξερα. Και οι συμμαθητές μου γελούσανε. Τι επάγγελμα ήταν αυτό; Θυμάμαι πως ο πατέρας μου ήταν άνεργος από το 1947 έως το 1952 και το μόνο που έκανε, όταν βρισκόταν φυσικά στο σπίτι, ήταν να γράφει συνεχώς. Μέρα και νύχτα. Χρειάστηκε να περάσω στην εφηβεία για να αντιληφθώ ότι το να είσαι ποιητής δεν είναι επάγγελμα. Έπεσε τότε στα χέρια μου η ποιητική ανθολογία του Ηρακλή Αποστολίδη, και άρχισα να αποστηθίζω μετά μανίας στίχους Ελλήνων ποιητών. Και του πατέρα μου για πρώτη φορά.
Πως ήταν σαν άνθρωπος ο Νικηφόρος Βρεττάκος;
Φοβάμαι πως οποιαδήποτε περιγραφή, ενός λιγόλογου ανθρώπου, που κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η ηπιότητα και η σιωπή, είναι αδύνατη σε λίγες γραμμές. Σαν ήμασταν παιδιά, με την αδελφή μου Ευγενία, ζούσαμε σε ένα καθεστώς απόλυτης ελευθερίας. Στα χρόνια της εφηβείας μας, η σχέση με τον πατέρα μας έγινε φιλική. Τον αποκαλούσαμε με το μικρό του όνομα. Πρακτικά, με τη στράτευσή μου το 1960, απομακρύνθηκα από την πατρική μου στέγη. Επικοινωνούσα με τον Νικηφόρο με τη μέθοδο της αλληλογραφίας. Άρχισα να έχω πάλι έναν ουσιαστικό διάλογο μαζί του το 1972, όταν ανέλαβα να παίξω τον ρόλο του εκδότη των έργων του. Ζούσε τότε αυτοεξόριστος στο Παλέρμο.
Έχετε κάνει μεγάλο αγώνα για να ανακαινίσετε το πατρικό σπίτι του πατέρα σας στην ερημική Πλούμιτσα και να οργανώσετε το πνευματικό του αρχείο στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Σπάρτης. Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον;
Να λειτουργήσει το πατρικό του σπίτι ως ξενώνας διανοουμένων, σύμφωνα με έγγραφη επιθυμία του σε ανύποπτο χρόνο, και το Αρχείο του να συνεχίσει την αξιοποίηση του υλικού που έχει συγκεντρωθεί και που δεν είναι μόνον ποιητικό. Ήδη προετοιμάζε ται η έκδοση του κριτικού και μεταφραστικού του έργου. Έχει επίσης αναγγελθεί το τρίτο διεθνές συνέδριο αφιερωμένο στο έργο του, που θα πραγματοποιηθεί τον Μάιο στη Σπάρτη.
Δυστυχώς εκείνο που βλέπω να αναβιώνει και να ανασύρεται αδιάκοπα είναι ένα περίεργο εμφυλιοπολεμικό κλίμα που θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια και, με θλίβει που το λέω, αλλά είναι ίδιο, αυτούσιο, σαν τα πρόσωπα που εναλλάσσονται στην εξουσία να μην μπήκαν στον κόπο να πληροφορηθούν σε ποιον αιώνα ζούμε.
Με την ευκαιρία της αναφοράς στο έργο του πατέρα σας, ποιους στίχους του πατέρα σας θα αφιερώνατε στους αναγνώστες μας;
Επιλέγω μερικούς από τους τελευταίους που έγραψε. Αποτελούν έναν από τους πιο σύντομους και τρυφερούς απολογισμούς της ζωής του.
«Η ποίηση»
Ό,τι μπόρεσα να διασώσω 
(στον κόσμο που πήγα)

το διέσωσα, θάλασσα.
Η ψυχή μου ένα σμήνος 
μυριάδων πουλιών
που τ’ αλώνιζε η θύελλα.

Όσα διασώθηκαν 
βρήκαν το δέντρο τους.

Φτερούγισαν κ’ έμειναν
μέσα στις λέξεις.

Η βράβευσή σας από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο μυθιστορήματος αποτέλεσε μια έκπληξη. Σας αναγνωρίστηκε, έστω και καθυστερημένα, μια νέα ιδιότητα: αυτή του συγγραφέα. Η πρώτη ήταν αυτή του σκηνοθέτη πριν από τριάντα χρόνια, με τη βράβευση της ταινίας σας Τα παιδιά της Χελιδόνας. Αλήθεια, γιατί εγκαταλείψατε τον κινηματογράφο, τον οποίο είχατε σπουδάσει, αφήνοντας αξιόλογα δείγματα τόσο στον χώρο της τεκμηρίωσης όσο και στον χώρο της μυθοπλασίας… Τι ακριβώς συνέβη; Γενικά, δεν ήσασταν πιστός στις κατά καιρούς επιλογές σας…
Από τα χρόνια της νεότητάς μου είχα παρουσιαστεί δημόσια κάτω από πολλές ιδιότητες. Υπήρξα ένας περαστικός , για να χρησιμοποιήσω την πρώτη λέξη από το προηγούμενό μου μυθιστόρημα Περαστικός από το Ρέικιαβικ. Έφτανα πάντοτε καθυστερημένα και δεν μπόρεσα ποτέ να ξεπεράσω το αίσθημα της προσωρινότητας και της παρανομίας. Όχι μόνον της πολιτικής. Ο φίλος, κριτικός κινηματογράφου Ανδρέας Τύρος, έδωσε μια εξήγηση που με κολακεύει: «Ο Κώστας Βρεττάκος είναι ντοκιμενταρίστας. Έκανε τον δημοσιογράφο, τον εκδότη, έκανε τον πρόεδρο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, τον σύμβουλο Κινηματογραφίας του ΥΠΠΟ, αλλά παραμένει ντοκιμενταρίστας με ό,τι αυτό σημαίνει. Ολίγον αρχαιολόγος, ολίγον ερευνητής, ολίγον ταριχευτής… Άρα το να είσαι ντοκιμενταρίστας σημαίνει να μπαινοβγαίνεις με τρόπο εξαιρετικά αθόρυβο και εξαιρετικά διακριτικό σε αυτό που, εν πάση περιπτώσει, απομένει ως περιουσία του κινηματογράφου, από τη μια, και ως περιουσία της λογοτεχνίας από την άλλη».
 Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr



Κατηγορία: ΕΛΛΗΝΕΣ
κείμενο: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου