Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Ρέα Γαλανάκη: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ρέα Γαλανάκη: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Φωτογραφία: Athina Kazolea

Η Ρέα Γαλανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και δοκίμια. Ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων. Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο: το 1999 για το μυθιστόρημα Ελένη ή ο Κανέναςκαι το 2005 για τη συλλογή διηγημάτων Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι. Επίσης, έχει τιμηθεί με το Βραβείο Πεζογραφίας Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα Ο αιώνας των λαβυρίνθωντο 2003 και με το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου για το μυθιστορηματικό χρονικόΑμίλητα, βαθιά νερά το 2006. Έργα της έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, ολλανδικά, τσεχικά, βουλγαρικά, σουηδικά, λιθουανικά, τουρκικά, αραβικά, κινεζικά, εβραϊκά και αλβανικά.
Το νέο σας μυθιστόρημα, Η άκρα ταπείνωση, κυκλοφορεί έξι χρόνια μετά το προηγούμενο. Χρειάζεται να περάσουν κάποια χρόνια για να εκδώσει ο συγγραφέας το επόμενο μυθιστόρημά του;
Κάθε συγγραφέας έχει τους δικούς του ρυθμούς, όσο και τον δικό του τρόπο να γράφει. Γι’ αυτά δεν μπορεί να υπάρχει καμιά γενίκευση, είναι εντελώς προσωπικά ζητήματα. Όσο για μένα, ναι, χρειάζομαι μερικά χρόνια από το ένα βιβλίο στο άλλο. Εκτός από όσα συμβαίνουν στη ζωή μου, που μπορεί να με καθυστερήσουν, πρέπει να αποδεσμευτώ εσωτερικά από το αμέσως προηγούμενο έργο, μετά να συγκεντρωθώ στο καινούριο και να δουλέψω γι’ αυτό εξαντλητικά: έρευνα όποιο κιΑΝ είναι το θέμα, σχέδια και ξανά σχέδια, προπάντων όμως γράψιμο και ξαναγράψιμο πολλές φορές. Άλλοι μπορεί να τα καταφέρνουν σε πολύ σύντομο διάστημα, εγώ ούτε μπορώ ούτε και το θέλω. Το γραπτό μένει για πάντα, οφείλει λοιπόν να είναι πολύ δουλεμένο όταν δοθεί για δημοσίευση. Δεν μπορείς να το βελτιώσεις πια και η προχειρότητα φαίνεται.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι Η άκρα ταπείνωση. Μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο στη ζωή μας;
Ας εξηγήσω πρώτα ότι ο τίτλος προέρχεται από έναν τύπο εικόνων, ένα μοτίβο της βυζαντινής τέχνης. Συμβολίζει την ταπείνωση του Χριστού επειδή είχε τον θάνατο ενός κοινού θνητού, και μάλιστα μαρτυρικό θάνατο, υπαινίσσεται όμως και την ανάσταση, την ελπίδα. Χρησιμοποιώ τον τίτλο μεταφορικά, ακριβώς για δηλώσω τη δική μας πολλαπλή ταπείνωση κατά τα χρόνια της κρίσης. Μιλώ για μια συλλογική ταπείνωση, μια δημόσια ταπείνωση, που εξειδικεύεται βέβαια στην προσωπική περίπτωση του καθενός μας.
Πόσο επηρεάστηκε ο Νεοέλληνας από αυτή την οικονομική κρίση;
Πρώτα πρώτα, η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι ανθρωπιστική, ηθική, πολιτισμική κι αρκετά άλλα επιπλέον. Φυσικά κι επηρεαστήκαμε όλοι από την κρίση, και σε πολλά επίπεδα μάλιστα. Επειδή όμως θεωρώ ότι τέτοιου τύπου γενικεύσεις κρύβουν πολλά ψέματα, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η κρίση δεν έπληξε στον ίδιο βαθμό τους πάντες. Δηλαδή «ο Νεοέλληνας», που λέτε, καλύπτει μια μεγάλη κοινωνική διαστρωμάτωση, μια συγκρουσιακή και συγκρουόμενη διαστρωμάτωση. Από μόνο του αυτό το «ο Νεοέλληνας» δεν σημαίνει τίποτε, διότι δεν σηματοδοτεί την πολυπλοκότητα της σημερινής κοινωνίας, όπου –το επαναλαμβάνω– άλλοι χτυπήθηκαν πάρα πολύ, άλλοι λίγο ή λιγότερο, άλλοι καθόλου, ενώ άλλοι μπορεί ακόμη και να ωφελήθηκαν.
Δηλαδή «ο Νεοέλληνας», που λέτε, καλύπτει μια μεγάλη κοινωνική διαστρωμάτωση, μια συγκρουσιακή και συγκρουόμενη διαστρωμάτωση. Από μόνο του αυτό το «ο Νεοέλληνας» δεν σημαίνει τίποτε, διότι δεν σηματοδοτεί την πολυπλοκότητα της σημερινής κοινωνίας, όπου –το επαναλαμβάνω– άλλοι χτυπήθηκαν πάρα πολύ, άλλοι λίγο ή λιγότερο, άλλοι καθόλου, ενώ άλλοι μπορεί ακόμη και να ωφελήθηκαν.
Η Νύμφη και η Τειρεσία είναι δυο γυναίκες σημαντικές, που χάνονται και παρασύρονται από το πέρασμα του χρόνου. Είναι ευαίσθητη η Πολιτεία στους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα;
Η Τειρεσία και η Νύμφη, οι δυο «αλαφροΐσκιωτες» ηρωίδες του μυθιστορήματός μου, πρώην καθηγήτριες, το σκάνε από τον ξενώνα τους και βγαίνουν για να διαμαρτυρηθούν στην πάνδημη διαδήλωση της 12ης Φεβρουαρίου 2012. Χάνονται πανικόβλητες την ίδια νύχτα, όταν η διαδήλωση εκτρέπεται σε βίαιες συγκρούσεις και σε πυρπόληση της Αθήνας, και ζουν έναν μήνα στον δρόμο. Στον βαθμό που μπορώ να απαντήσω σ’ αυτή την εκτός βιβλίου ερώτηση, θα έλεγα ότι η Πολιτεία προσπαθεί να κάνει κάποια πράγματα, αλλά βοηθά πολύ και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Από ανθρώπους που έτυχε να γνωρίσω προσωπικά ή να ζήσω αρκετά κοντά τους, έχω μια αίσθηση του τι συμβαίνει.
Ο ξενώνας που περιγράφετε στο μυθιστόρημα αφορά τους συνανθρώπους μας που έχουν ψυχικά προβλήματα ή τους άστεγους; Τι θα συμβείΑΝ λόγω της οικονομικής κατάστασης τους καταργήσουν; Πού θα μείνουν οι άστεγοι;
Ο ξενώνας που περιγράφω στο βιβλίο αφορά τους ψυχοπαθείς, όχι τους άστεγους. Δημιουργήθηκαν με το κλείσιμο των ασύλων και όντως υπήρξε κίνδυνος να κλείσουν λόγω κρίσης, πριν από λίγα χρόνια. Γι τους άστεγους υπάρχουν σήμερα πια άλλοι ξενώνες, κοιτώνες – γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια γι’ αυτό, όπως και για τα συσσίτια. Δεν ξέρω τι θα γινόταν εάν έκλειναν τους παραπάνω ξενώνες. Δηλαδή τι θα γινόντουσαν οι πάσχοντες.
Η περιγραφή που κάνετε δείχνει ότι έχετε περπατήσει πολύ στο κέντρο της Αθήνας. Τι άλλο χρειάζεται για να ανακουφίσουμε τους συνανθρώπους μας που βρίσκονται σε ανέχεια;
Προσπαθώ να περπατώ στο κέντρο της Αθήνας, ήδη από τον παλιό καιρό που σπούδαζα, αλλά και την τελευταία δεκαπενταετία που έχω επιστρέψει. Ξέρετε, άλλα βλέπει κανείς στους ίδιους δρόμους περπατώντας και άλλα οδηγώντας ή εποχούμενος. Με το περπάτημα είσαι πιο κοντά στο ανθρώπινο πρόσωπο, στις λεπτομέρειες του χώρου, στην ατμόσφαιρα. Για τους άστεγους ξέρω όσα θα όφειλε να ξέρει ένας ευαίσθητος πολίτης που παρακολουθεί τις εφημερίδες και τις ειδήσεις, ή διαβάζει σχετικά. Επίσης, αγοράζω ανελλιπώς και το περιοδικό δρόμου, τη Σχεδία, το οποίο και συνιστώ σαν ένα πολύ καλό και ζωντανό περιοδικό, που πουλιέται στις εισόδους του μετρό. Πολλά μπορεί να γίνουν ακόμη από την Πολιτεία, την Εκκλησία, διάφορους οργανισμούς, ακόμη κι από τον καθένα μας – τα γνωρίζουμε, δεν θα τα επαναλάβω.
Οι καταβολές της Τειρεσίας και της Νύμφης, η μετανάστρια Γιασμίν, η Κατερίνα και οι υπόλοιποι ήρωες θυμίζουν ήρωες του Βίκτωρα Ουγκώ ή σκηνές του νεορεαλιστικού ιταλικού κινηματογράφου. Μήπως έχουμε γυρίσει τον χρόνο προς τα πίσω;
Μακάρι να θυμίζουν τον μεγάλο συγγραφέα. Μια σαφής, άλλωστε, και σχεδόν μονολεκτική αναφορά του γίνεται στο βιβλίου μου, σχετικά με την Αυλή των Θαυμάτων. Και τον νεορεαλισμό τον έχω αγαπήσει πολύ. Όμως ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, ιδιαίτερα στην τέχνη. Ούτε και υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη, θα ήταν αφελής αυτός που θα ισχυριζόταν το αντίθετο. Οι καταβολές μας, δηλαδή η παιδεία μας, η πνευματική συγκρότηση, οι ευαισθησίες μας, ακόμα και η πολιτική μας οπτική, διαφαίνονται πάντα μέσα από τα γραπτά μας. Σημασία όμως έχει να φτιάξουμε κάτι καινούριο, που θα φέρει την προσωπική μας σφραγίδα. Αυτό είναι που κάνει έναν συγγραφέα αναγνωρίσιμο, ιδιαίτερο.
Ας επιστρέψουμε στην περιγραφή σας για τη νύχτα της 12ης Φεβρουαρίου 2012. Η πυρπόληση της Αθήνας άφησε τα ίχνη της. Τι έμεινε στη μνήμη από τότε;
Οι περισσότερες καταστροφές έχουν αποκατασταθεί. Δηλαδή τα εντελώς κομματιασμένα μάρμαρα στην Πλατεία Συντάγματος, στα Προπύλαια και αλλού έχουν διορθωθεί, ώστε σήμερα τίποτα να μη θυμίζει στον περαστικό την εικόνα της επόμενης ημέρας, μετά τη 12η Φεβρουαρίου. Και τα πυρπολημένα κτίρια, ως επί το πλείστον νεοκλασικά, έχουν κι αυτά αποκατασταθεί.ΑΝ δεν υπήρχε η εξαίρεση του ιδιαίτερου για τον αρχιτεκτονικό του χαρακτήρα τετραγώνου στην οδό Σταδίου, όπου βρίσκονταν οι κινηματογράφοι Αττικόν και Απόλλων, μερικά καλά καταστήματα αλλά και η τράπεζα Marfin (που δυστυχώς όταν πυρπολήθηκε είχε και ανθρώπινα θύματα), τίποτε δεν θα θύμιζε τις εξαιρετικά βίαιες συγκρούσεις. Έσβησε η μνήμη, αλλά αρκεί να δει κανείς φωτογραφίες εκείνων των ημερών στις εφημερίδες για να καταλάβει τι εννοώ.
Ένα άλλο στοιχείο του μυθιστορήματός σας είναι η περιγραφή των ζητιάνων. Είναι μια προσπάθεια που φανερώνει πολλά άγνωστα για εμάς πράγματα. Μπορεί όμως να σταματήσει αυτό το φαινόμενο, όταν η κοινωνία βρίσκεται σε παρακμή;
Δεν ξέρω αν σταματά ποτέ, λόγου χάριν ζητιάνοι υπάρχουν ακόμη και στη Νέα Υόρκη σήμερα. Προφανώς υπάρχει μεγαλύτερη μέριμνα σε κοινωνίες άλλες, πιο πλούσιες και πιο οργανωμένες από τη δική μας. ΔενΣΥΜΦΩΝΩ, ωστόσο, με τη λέξη «παρακμή» της κοινωνίας. Το ακμή-παρακμή είναι ένα απλουστευτικό δυαδικό σχήμα για τις κοινωνίες και τη λειτουργία τους, που βέβαια χρησιμοποιείται πολύ. Θα ήταν ίσως πιο κυριολεκτικό να λέγαμε «όταν η κοινωνία κλυδωνίζεται από οικονομική, και όχι μόνον, κρίση».
Η Κατερίνα στο τέλος γυρίζει στην Κρήτη, στον γενέθλιο τόπο της. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να γυρίσουμε στο χωριό μας;
Μα έχουμε όλοι χωριό; Και τι σημαίνει τελικά αυτό; Όποιος έχει είναι τυχερός, όχι μόνο για την ύπαρξη του χωριού του, ίσως ενός σπιτιού, συγγενικών σχέσεων, την εξοικείωση με τη φύση, μα εξίσου τυχερός για την ύπαρξη του φανταστικού κόσμου που περιβάλλει τη ζωή στο χωριό: αφηγήσεις των πιο μεγάλων, παραμύθια και θρύλοι, ζωντανή προφορική γλώσσα, τραγούδια κ.λπ. Αυτή είναι η καλή πλευρά, επειδή υπάρχει και η κακή: φτώχεια, δύσκολες συνθήκες ζωής, ξύλο στα παιδιά και άλλα παρόμοια. Δεν εξιδανικεύω, λοιπόν, την ύπαρξη χωριού. Όσο για την «επιστροφή», καλύτερα τον «νόστο», αυτό είναι κάτι εξαιρετικά πιο σύνθετο από το να έχεις απλά ένα χωριό και να γυρίσεις.
Υπάρχει ελπίδα να ορθοποδήσουμε και να αλλάξουν τα πράγματα στην Ελλάδα;
Θα ήθελα να μην απαντήσω με κλισέ, αλλά δεν βρίσκω τίποτα καλύτερο να πω από το «Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία», ή το ότι «Άλλος βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο κι άλλος μισοάδειο». Από κει και πέρα είναι θέμα πολιτικών επιλογών, φυσικά. Ας κάνει ο καθένας τις επιλογές του, ας υποστηρίξει αυτό που θεωρεί σωστό. Εγώ έχω κάνει τις δικές μου επιλογές, και είναι νομίζω γνωστό ποιες είναι. Ελπίζω να μη διαψευστώ – αλλά εδώ δεν θα ήθελα να μιλήσουμε συγκεκριμένα για τη σημερινή ελληνική πολιτική σκηνή. Έτσι κι αλλιώς, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη.
Η άκρα ταπείνωση Ρέα Γαλανάκη Καστανιώτης
Η άκρα ταπείνωση
Ρέα Γαλανάκη
Καστανιώτης
336 σελ.
Τιμή € 14,91
Σήμερα εκδίδονται αρκετά βιβλία που αναφέρονται στην κρίση. Είναι εύκολο ο συγγραφέας που ζει την κρίση να γράψει γι’ αυτήν;
Έχετε δίκιο, και μόνο τα μυθιστορήματα που αναφέρονται στην κρίση είναι αρκετά πλέον, για τον απλό λόγο ότι κανένα θέμα δεν είναι απαγορευμένο για κανέναν συγγραφέα. Το αν είναι εύκολο αυτό ή όχι, εξαρτάται από πολλά. Σημασία έχει, για παράδειγμα, με ποιον τρόπο θα προσεγγίσει και θα αναπτύξει ο συγγραφέας ένα θέμα από τη ρευστή και βίαιη πραγματικότητα, για να μην πέσει στην παγίδα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Κι αυτό δεν είναι αυτονόητο, διότι η κρίση μάς τραβά προς μαυρόασπρες σχηματικές απαντήσεις. Εμείς όμως, οι συγγραφείς, πρέπει να δούμε και όλες τις αποχρώσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα διατυπώσουμε με σαφήνεια την άποψή μας, την πολιτική μας ίσως στάση. Επειδή, επίσης, δεν έχουμε τα ασφαλή συμπεράσματα της χρονικής απόστασης, πρέπει να δώσουμε τέτοια διάσταση στο παρόν που να μπορεί να ξεπεράσει τη στιγμή του, να γίνει ευρύτερο χρονικά και εννοιολογικά – αυτό μάλλον έχει να κάνει με το ταλέντο και την ευρηματικότητα του καθενός συγγραφέα να δημιουργήσει μια καλή μυθοπλασία, να πλάσει χαρακτήρες κ.λπ. Επίσης, καλό θα ήταν ένα έργο για την κρίση να αποφεύγει την ξύλινη πολιτική γλώσσα όσο και το ύφος ενός συνηθισμένου δημοσιογραφικού άρθρου – η γλωσσική διατύπωση στη λογοτεχνία έχει τη μοναδικότητά της.
Στα προηγούμενα μυθιστορήματα, τα θέματά σας είχαν σχέση με την Ιστορία. Αγαπούν οι αναγνώστες τα ιστορικά βιβλία;
Μόνο στα πρώτα τρία μυθιστορήματά μου (Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά, Θα υπογράφω Λουί, Ελένη ή ο Κανένας) το θέμα ήταν καθαρά ιστορικό με τους κλασικούς όρους – αναφέρονταν, δηλαδή, σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα του 19ου αιώνα. Στα τέσσερα που έγραψα από τότε (Ο αιώνας των λαβυρίνθων, Αμίλητα βαθιά νερά, Φωτιές του Ιούδα στάχτες του Οιδίποδα, Η άκρα ταπείνωση) υπάρχει μεν η Ιστορία, σε συνδυασμό όμως με πιο έντονη μυθοπλασία, και όσο περνάνε τα χρόνια εστιάζομαι όλο και πιο πολύ στο παρόν. Από μερικούς μάλιστα θεωρείται ότι έχω ανανεώσει το ιστορικό μυθιστόρημα. Με προϋπόθεση όλα τα παραπάνω, σας απαντώ ότι οι αναγνώστες αγαπούν την καλή λογοτεχνία, είτε το θέμα της είναι ιστορικό, είτε είναι επίκαιρο. Αγαπούν τη λογοτεχνία που θέτει ερωτήματα ταυτότητας, ήθους, ανθρωπισμού, και που επίσης διαθέτει στιβαρό λογοτεχνικό ύφος. Υπάρχουν, βέβαια, και τα εύπεπτα ιστορικά μπεστσέλερ, αλλά αυτά ανήκουν σε εκείνο που εγώ θα ονόμαζα «ιστορική φυλλάδα»: δεν σχετίζονται ούτε με το μυθιστόρημα, ούτε με την ίδια την Ιστορία.
diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου