Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

«Η Μοίρα και η Τύχη στον αρχαιοελληνικό κόσμο» της Ελένης Λαδιά

«Η Μοίρα και η Τύχη στον αρχαιοελληνικό κόσμο» της Ελένης Λαδιά
Στην μνήμη της μητέρας μου, Ευδοξίας Λαδιά 
Στον Όμηρο, η Μοίρα είναι παντοδύναμη, απρόσωπη και ανώνυμη. Μπροστά της θεοί και θνητοί λυγίζουν. «Μοίρα μ’εδάμασσε» γράφεται και στο ορφικό έλασμα από τους Θουρίους της Ιταλίας, που αναφέρεται στον νεκρό μύστη.
Η φοβερή και αναπότρεπτη έννοια της Μοίρας (μείρομαι = παίρνω το μέρος που μου ανήκει, Ειμαρμένη = αυτή που έχει μοιραστεί) φανερώνεται στην Π ραψωδία της Ιλιάδος, στα Πατρόκλεια, με τον θάνατο του Σαρπηδόνος, του βασιλέως της Λυκίας και γιου του Διός. Ο ήρωας υπήρξε το αγαπημένο τέκνο του Διός, το οποίο προξένησε στον πατέρα του «βαρύαν οδύνην», όπως αναφέρει ο Καβάφης στο ποίημά του με τον τίτλο «Η κηδεία του Σαρπηδόνος», ποίημα που μοιάζει σαν μετάφραση από την Ιλιάδα. Αυτός ο θάνατος υποδηλώνει την ομηρική αντίληψη για την πανίσχυρη Μοίρα, διότι ο Ζευς, μολονότι ήταν ο πρώτος θεός και λαχταρούσε να σώσει τον γιο του, δεν το μπόρεσε, γιατί είχε φθάσει πλέον «το αίσιμον ήμαρ», η μοιραία ημέρα. Στην κύλικα[1] του Βρετανικού Μουσείου (510 π.Χ.), που υπογράφει ο αγγειοπλάστης Παμφαίος και που πιθανόν ζωγραφίστηκε από τον ζωγράφο του Νικοσθένους, απεικονίζεται νεκρός πολεμιστής, του οποίου το σώμα μεταφέρουν οι φτερωτοί δαίμονες και δίδυμα αδέλφια, ο Ύπνος και ο Θάνατος. Γυμνό το σώμα του νεκρού Σαρπηδόνος με διαγραφόμενα τα εντόσθια και τα γεννητικά όργανα, μεταφέρεται τρυφερά από τον Ύπνο και τον Θάνατο, οι οποίοι με τα τεράστια φτερά και τις περικεφαλαίες τους μοιάζουν με αρχαγγέλους ή στρατιωτικούς αγίους.
Είναι μία από τις πιο πικρές και σκληρές σκέψεις του Πλάτωνος να εκλέγει ο άνθρωπος τον δαίμονά του. Ο θνητός μένει τελείως απροστάτευτος μπροστά σε έναν αναίτιο θεό και σε μια αρετή που είναι αδέσποτο κτήμα, παίρνοντας έτσι όλη την ευθύνη στους αδύναμους ώμους του. Η δύναμη της Μοίρας λιγοστεύει, βεβαίως, αλλά και η ελευθέρα βούληση του ανθρώπου χρυσοπληρώνεται.
Μεταξύ των ανδρών που θα σκοτώσει ο Πάτροκλος, προφητεύει ο Ζευς στην Ήρα, θα είναι και ο αγαπημένος του Σαρπηδών. Παρακολουθώντας την μονομαχία Πατρόκλου και Σαρπηδόνος από τον Όλυμπο, είπε συντετριμμένος στην σύζυγό του πως ο Σαρπηδών θα πεθάνει. Για μια στιγμή εξέφρασε μία πολύ ανθρώπινη επιθυμία να τον αρπάξει από την μάχη, να τον γλιτώσει και να τον στείλει πίσω στην πατρίδα του, Λυκία. Η Ήρα τού απάντησε πως η επιθυμία του θα διασάλευε την κοσμική νομοτέλεια, διότι και άλλοι γιοι των θεών μάχονταν στην πόλη του Πριάμου, κι έτσι ο κάθε θεός θα ήθελε να σώσει το δικό του παιδί. Ο Ζευς αναγκάστηκε να υπακούσει στην Μοίρα. Και μετά το τέλος της μάχης φροντίζει για τον νεκρό του γιο. Στέλνει τον Απόλλωνα να περιποιηθεί το σώμα του νεκρού και να καλέσει τους φτερωτούς αδελφούς Ύπνο και Θάνατο να τον μεταφέρουν στη Λυκία. Κι όπως γράφει ο Καβάφης, του οποίου οι στίχοι αντιστοιχούν σχεδόν επακριβώς στους ομηρικούς[2]: «Του ήρωος τον νεκρό μ’ ευλάβεια και με λύπη/ σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό./ Τον πλένει από τες σκόνες κι απ’ τα αίματα/ κλείει τες φοβερές πληγές, μη αφίνοντας/ κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας/ τ’ αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά/ Ολύμπια φορέματα τον ντύνει».
Στην προσωκρατική φιλοσοφία, η Μοίρα είναι επίσης μια παντοδύναμη αρχή αλλά με διάφορα ονόματα: στον Αναξίμανδρο, η έκφραση «κατά το χρεών» είναι τόσο απρόσωπη και σκληρή, ώστε κατά την ελληνιστική εποχή έγινε μια περιφραστική ονομασία του θανάτου. Στον Παρμενίδη αναφέρεται η λέξη Μοίρα, η οποία αναγκάζει το ον να είναι ακίνητο και ολόκληρο. Ισοδύναμο της Μοίρας είναι και η Ανάγκη στο παρμενίδειο σύστημα. Στον μυστηριακό στίχο από τους Καθαρμούς του Εμπεδοκλέους (απ.115) αναφέρεται: «υπάρχει της Ανάγκης ένας χρησμός, των θεών αρχαίο ψήφισμα/ αιώνιο με όρκους πλατιούς σφραγισμένο». Στον Ηράκλειτο, η Μοίρα χάνει την κοσμογονική της υφή και ταυτίζεται με τον χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου. Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του, γράφει ο φιλόσοφος.
Ο Ησίοδος πρώτος έδωσε ονόματα στις Μοίρες, τις ενσαρκωμένες σε γυναικείες μορφές. Εδώ κατακερματίζεται η έννοια της Μοίρας και τριχοτομείται. Ο ποιητής τις θεωρεί θυγατέρες της Νύχτας, η οποία γέννησε ολομόναχη τον Μόρο, την Κήρα, τον Ύπνο και τον Θάνατο, τα γένη των Ονείρων, τον Μώμο και την Αθλιότητα, χωρίς να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς. Γέννησε επίσης την Νέμεση, την Απάτη, τη Φιλότητα, τις Εσπερίδες, τις Κήρες, τις Μοίρες, το ουλόμενον γήρας (το ολέθριον γήρας) και την καρτερόψυχη Έριν. (Θεογονία στ.211-226).Τα ονόματα των τριών Μοιρών είναι Κλωθώ (η κλώθουσα), Λάχεσις (λαγχάνω, λαχνός) και Άτροπος (α+τρέπω, η αμετάβλητη, η αναπότρεπτη). Η Κλωθώ συνδέεται με το παρόν, η Λάχεσις με το μέλλον και η Άτροπος με το παρελθόν.
Στον Ορφισμό, συνδυάζονται η Μοίρα με την κοσμογονική της σημασία και οι Μοίρες. «Ω Μοίρες απειράριθμες, προσφιλή τέκνα της μαύρης Νυκτός»: έτσι αρχίζει ο ορφικός ύμνος για τις Μοίρες.[3] Τις θεωρεί απειράριθμες και κατοίκους της ουράνιας λίμνης και τις επικαλείται να πετάξουν προς την απέραντη γη, προς το ανθρώπινο γένος, το μάταιο σε ελπίδα. Τις καλεί να βαδίσουν καλυμμένες με τα πορφυρά λινά τους ενδύματα στην μοιραία πεδιάδα. Στον 11ο στίχο, ο μύστης αναφέρεται στην Μοίρα ως νοητή αρχή, η οποία προνοεί για τον βίο των θνητών, αυτή κι άλλος κανείς από τους αθανάτους, που κατέχουν την κορυφή του χιονοσκέπαστου Ολύμπου. Η Μοίρα και ο τέλειος οφθαλμός του Διός. Διότι όλα όσα συμβαίνουν τα γνωρίζει η Μοίρα και ο νους του Διός. Ο ορφικός ύμνος αναφέρει επίσης και τα γνωστά ονόματα των τριών Μοιρών: Άτροπος, Κλωθώ, Λάχεσις. Διασώζει επίσης και συγκεραίνει όλες τις αντιλήψεις σχετικά με τις Μοίρες. Μία Μοίρα, η νοητή αρχή, οι απειράριθμες Μοίρες και οι τρεις επώνυμες.
Στον Πλάτωνα περιορίζεται το παντοδύναμο πρόσωπο της Μοίρας κι ο άνθρωπος απολαμβάνει κάποια ελευθερία. Στο β’ μέρος του μύθου (Πολιτεία Ι), ο Ηρ αφηγείται πώς οι ψυχές έφθαναν στον τόπο όπου καθόταν η Ανάγκη με τις τρεις θυγατέρες της, τις Μοίρες Κλωθώ, Λάχεσι και Άτροπο, λευκοντυμένες και εστεμμένες να υμνούν, σύμφωνα με την αρμονία των Σειρήνων, καθεμία και ένα τμήμα του Χρόνου – το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Οι ψυχές πρωτοπαρουσιάζονταν στην Λάχεσι. Στην αρχή, ένας προφήτης τις ξεχώριζε και παίρνοντας από τα γόνατα της Μοίρας του μέλλοντος τους κλήρους και τα παραδείγματα των βίων, ανέβαινε σε ένα ψηλό βήμα και μιλούσε εκ μέρους της αποκαλώντας τις ψυχές εφήμερες, αφού άρχιζε για το θνητό γένος μία άλλη περίοδος ζωής, που θα κατέληγε σε θάνατο. «Ψυχαί εφήμεροι, αρχή άλλης περιόδου θνητού γένους θανατηφόρου. Ουχ υμάς δαίμων λήξεται, αλλ’ υμείς δαίμονα αιρήσεσθε». Δεν θα σας διαλέξει ο δαίμων, αλλά εσείς θα διαλέξετε τον δαίμονά σας. Είπε ακόμη πως η αρετή είναι κτήμα αδέσποτο, δεν την διαφεντεύει δηλαδή κανείς, κι έτσι καθένας, αναλόγως με την εκτίμηση ή την περιφρόνηση που θα της δείξει, θα λάβει μεγαλύτερο ή μικρότερο μερίδιο. Η αιτία είναι του εκλέγοντος· ο θεός είναι αναίτιος. Αιτία ελομένου· θεός αναίτιος. Έπειτα, ο προφήτης έριξε τους κλήρους μπροστά σε όλους εκτός από τον Ήρα, ο οποίος ήταν ο μόνος παρατηρητής.
Είναι μία από τις πιο πικρές και σκληρές σκέψεις του Πλάτωνος να εκλέγει ο άνθρωπος τον δαίμονά του. Ο θνητός μένει τελείως απροστάτευτος μπροστά σε έναν αναίτιο θεό και σε μια αρετή που είναι αδέσποτο κτήμα, παίρνοντας έτσι όλη την ευθύνη στους αδύναμους ώμους του. Η δύναμη της Μοίρας λιγοστεύει, βεβαίως, αλλά και η ελευθέρα βούληση του ανθρώπου χρυσοπληρώνεται.
Στους αρχαίους ελληνικούς χρόνους, η Μοίρα –με τις ονομασίες Αίσα, Ανάγκη, Ειμαρμένη– βρίσκεται πάνω από τους θεούς, σε έναν κόσμο ιεραρχημένο, διαρθρωμένο και κατασκευασμένο πάνω στην κοσμική νομοτέλεια.
Στην ελληνιστική εποχή, όπου κυριαρχεί ο συγκερασμός των θρησκειών και η μείξη νοοτροπιών και τεχνών, δεν υπήρχε το σοβαρό πρόσωπο της Μοίρας αλλά το αλλοπρόσαλλο της Τύχης. Η θεά Τύχη καταλύει το κράτος των θείων δυνάμεων.[4] Κάθε πόλη είχε την δική της θεά Τύχη, όπως ήταν η Τύχη της Αντιοχείας, της Ρώμης, της Αλεξανδρείας κ.ά., οι οποίες είχαν και τον ναό τους, τον ονομαζόμενο Τυχαίο. Εκτός από τα αγάλματα της Τύχης, κυκλοφορούσαν και αγαλματίδιά της εν είδει φυλαχτού, όπως και εικόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Πλούταρχος έγραψε την πραγματεία Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, για να εξουδετερώσει την φθονερή παράδοση που ανέφερε πως το έργο του ήρωα οφειλόταν στην Τύχη. Κατά τον φιλόσοφο, η Τύχη έπρεπε να συνοδεύεται από την Αρετή, με την οποία ήταν κοσμημένος ο Αλέξανδρος. Διότι, όταν η Τύχη εξυψώνει ένα τιποτένιο ήθος με πράγματα που έχουν κύρος και φήμη, τότε φανερώνει και ντροπιάζει περισσότερο τον κατεστραμμένο και κλονισμένο από την κενοδοξία του άνθρωπο.
Η Τύχη, αναφέρει ο Παυσανίας («Μεσσηνιακά» 30.6), πρωτοεμφανίζεται στον ομηρικό ύμνο της Δήμητρος. Ο Όμηρος την θεωρεί Ωκεανίδα και συμπαίκτρια της Περσεφόνης στο ιερό λιβάδι. Ο περιηγητής αναφέρει επίσης πως ο γλύπτης Βούπαλος κατασκεύασε το άγαλμα της Τύχης για τους κατοίκους της Σμύρνης. Την παρίστανε με πόλο στο κεφάλι και με το κέρας της Αμαλθείας (αφθονίας) στο χέρι. Στην ύστερη αρχαιότητα συνηθίζονταν τα αγάλματα της Τύχης σε διάφορες πόλεις, όπως στην Κόρινθο, στο Άργος, στην Αθήνα και στην Ήλιν. Η λέξη Τύχη αναφέρεται και στην Θεογονία του Ησιόδου, ο οποίος την θεωρεί κόρη του Ωκεανού, καθώς και στον δωδέκατο Ολυμπιόνικο του Πινδάρου, που την αποκαλεί θυγατέρα του Διός.
Το δισυπόστατο της Τύχης (καλή η κακή) μνημονεύεται στον ορφικό ύμνο της Τύχης: «γιατί από σένα υπάρχει ο πολυποίκιλος βίος των θνητών·/ γιατί σ’ άλλους παρέχεις πάμπλουτο πλήθος κτημάτων,/ και σ’ άλλους την κακή πενία που στην ψυχή φουντώνει την οργή./ Αλλά, θεά, παρακαλώ σε νάρθεις ευμενής στον βίο,/ γεμάτη μ’ ευτυχίες και πλούσια δωρήματα».[5]
Στην ελληνιστική φιλοσοφία, από το 330-31 π.Χ. κυριαρχούν τέσσερα κατευθυντήρια φιλοσοφικά ρεύματα: των Περιπατητικών, των Στωικών, των Επικουρείων και των Σκεπτικών, με κοινό τους στόχο την απάθεια ή την αταραξία του ανθρώπου, που ήταν βεβαίως αποτέλεσμα της πολυπολιτισμικής μείξης, η οποία επέφερε την ανασφάλεια και την αψυχολόγητη συγχώνευση των αντιθέτων. Ο Στωικισμός δεν έδινε καμία απολύτως σημασία στην Τύχη, διότι ήταν αλλοπρόσαλλη. Ένα πολύ ενδιαφέρον αλλά λιγότερο γνωστό βιβλίο είναι οΠίναξ του Κέβητος[6], όπου βρίσκονται αρκετές ιδέες του Στωικισμού. Αυτός ο Πίναξ βρίθει καλών και κακών προσωποποιημένων εννοιών, όπως είναι η Απάτη, η Ακράτεια, η Καρτερία, η Ασωτία, η Κολακεία, η Εγκράτεια, η Ευτυχία και η Αληθινή Παιδεία. Η Τύχη παρουσιάζεται στο βιβλίο σαν μία γυναίκα που στέκεται πάνω σε έναν στρογγυλό λίθο, ενώ μοιάζει τυφλή και τρελή. Είναι όμως και κωφή. Τρέχει παντού· από άλλους αρπάζει τα υπάρχοντα και σε άλλους τα δίνει. Αυτό κάνει συνεχώς, δίνει και παίρνει. Το στρογγυλό λιθάρι δηλώνει την φύση της, διότι το δώρο που δίνει το ξαναπαίρνει. Όταν την εμπιστεύεται κάποιος, τον βρίσκουν συμφορές. Κι αυτά που δίνει, όπως πλούτο, δόξα, εξουσία, οι περισσότεροι άνθρωποι τα θεωρούν αγαθά. Το συμπέρασμα του βιβλίου είναι να μην πιστεύουν την Τύχη, που στέκεται στο στρογγυλό λιθάρι. Διότι δεν κάνει τίποτα σύμφωνα με την λογική, αλλά στα τυφλά. Την ίδια δυσπιστία να δείχνει ο άνθρωπος και στα δώρα της, διότι η Τύχη δεν έχει σταθερό χαρακτήρα. Δίνει και ξαναπαίρνει. Οι άνθρωποι πρέπει να παίρνουν ό,τι τους δίνει αλλά να φεύγουν αμέσως, έχοντας την προσοχή τους στο βέβαιο δώρο, που δίνει η Αληθινή Παιδεία.
Δυο δυνάμεις, λοιπόν, χαρακτηρίζουν τις ιστορικές περιόδους: η σοβαρή, νομοτελειακή δύναμη της Μοίρας πρωτοστατεί στον δομημένο κλασικό κόσμο και η αλλοπρόσαλλη, ροϊκή Τύχη στην πολυπολιτισμική ελληνιστική εποχή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ελένης Λαδιά, Το ποικιλόγραφο βιβλίο (άρθρα – ομιλίες – δοκίμια 1972-2012), Ο θάνατος του Σαρπηδόνος πάνω στα αγγεία, εκδ. Αθήνα 2012.
[2] Ελένης Λαδιά, Άρθρα για την καβαφική ποίηση (βλ. παραστάσεις αγγείων και καβαφικοί στίχοι), εκδ. Φέξη 1975.
[3] Ορφικοί ύμνοι, μτφρ. Δ.Π. Παπαδίτσα – Ελένης Λαδιά.
[4] Λεωνίδα Ι. Φιλιππίδη, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης, Αθήνα 1958.
[5] Ορφικοί ύμνοι, μτφρ. Δ.Π. Παπαδίτσα – Ελένης Λαδιά.
[6] Κέβητος Πίναξ, εισαγωγή – μετάφραση – σημειώσεις Αθαν. Θ. Φλώρου, εκδ. Πάπυρος 1975.
diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου